Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Για την Βιβλιοθήκη στον Πολύγυρο

Αγαπητοί συμπατριώτες
Είμαι μία από εσάς. Οι ρίζες μου είναι βαθιά φυτρωμένες στον Πολύγυρο, τα κλαδιά μου μεγαλωμένα αλλού.
Η χαρά της συμβολικής μας δωρεάς στη μνήμη της μονάκριβης κόρης μας, με την εκφρασμένη επιθυμία μας να .........................

.........................
συντελέσωμε στην πολιτιστική ζωή του τόπου, έγινε θλίψη, μετά θυμός όταν από σας πληροφορήθηκα τα τελευταία γεγονότα.

Δε θέλω να πιστέψω ότι τα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, οι συχνές επισκέψεις εμού και του συζύγου μου στη Δημαρχεία Πολυγύρου καθώς και οι προσπάθειες του τότε Δημάρχου κυρίου Δημητρίου Τζηρίτη που με ξεχωριστό μεράκι και σεβασμό στην αρχική μορφή του κτιρίου το αναπαλαίωσε, όσο και του προτελευταίου Δημάρχου Πολυγύρου κυρίου Θωμά Καπλάνη που με συνέπεια και σπάνια μεθοδικότητα το διαμόρφωσε εσωτερικά σε χώρο υπερσύγχρονης βιβλιοθήκης, πήγαν όλα χαμένα παραμονές εγκαινίων.
Μπορώ να είμαι δίπλα σας και σας καλώ κοντά μου να επιμείνωμε σε ότι πιστεύομε.
Η βιβλιοθήκη είναι δική σας, ας τη διεκδικήσωμε.

Μαρία Τραγανού Γούναρη
Θεμιστοκλή Σοφούλη 5

1 σχόλιο :

Unknown είπε...

Εντονη η ανησυχία της Ε.Ε. για τον «θάνατο» των μελισσών

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αξιολογήσει το θέμα του θανάτου των μελισσών ως «ιδιαίτερα σοβαρό». Ο μαζικός θάνατός τους επανέρχεται, το τελευταίο διάστημα, ολοένα και περισσότερο στην επικαιρότητα με τους υπουργούς Γεωργίας και τον αρμόδιο κοινοτικό επίτροπο Τζον Νταλί να εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους και να ζητούν πιο εμπεριστατωμένη έρευνα για το τι προκαλεί τον θάνατο των μελισσών, αλλά και συγκεκριμένες προτάσεις για μέτρα με σκοπό να ενταχθούν στη νομοθεσία για την υγεία των ζώων που θα εφαρμόζεται από το 2012.

Γιατί πεθαίνουν οι μέλισσες; «Γιατί ρίχνουμε φυτοφάρμακα, γιατί δεν μπορούμε να δώσουμε θεραπεία, γιατί επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή, γιατί πεινάνε», απαντά ο καθηγητής του ΑΠΘ και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη μέλισσα και το μέλι κ. Ανδρέας Θρασυβούλου, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται την αξιολόγηση των Ευρωπαίων αξιωματούχων ότι η κατάσταση είναι ανησυχητική.

«Εάν η κατάσταση είναι ανησυχητική και πρέπει να ληφθούν μέτρα, πώς εξηγείται η αύξηση του αριθμού των μελισσιών σε όλη την Ευρώπη;» αναρωτιέται ο καθηγητής, αύξηση που επιβεβαιώνεται και από ετήσιες στατιστικές των μελισσοπαραγωγικών ευρωπαϊκών χωρών.

Η Ελλάδα μάλιστα εμφανίζει αύξηση 25%, αφού ο αριθμός των μελισσιών ξεπερνάει το 1.500.000 από 1.200.000 που ήταν στην τελευταία καταγραφή.

«Δεν υπάρχει ανεξήγητο φαινόμενο μείωσης των μελισσών, αλλά σοβαρή μείωση των αποδόσεων στα μελίσσια, η οποία οφείλεται σε συγκεκριμένα αίτια, κάθε άλλο παρά άγνωστα», υποστηρίζει ο κ. Θρασυβούλου. Το κυριότερο είναι ότι σήμερα έχουμε, όπως λέει, περισσότερες χημικές ουσίες (φυτοπροστατευτικές ουσίες, εντομοκτόνα κ.λπ.) στο περιβάλλον της μέλισσας. Με συνέπεια την απώλεια μελισσών. Δεύτερον, οι μελισσοκόμοι δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τις ασθένειες που προσβάλλουν το μελίσσι, καθώς από το 2000 η Ε.Ε. έχει απαγορεύσει τη χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου μέσα στην κυψέλη, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν ενδιαφέρονται να παράγουν ασφαλή σκευάσματα με ανεκτές συγκεντρώσεις στο μέλι, αφού θεωρούν ότι το κέρδος τους από τη δραστηριοποίηση στη μελισσοκομία δεν θα είναι αξιόλογο. Ουσιαστικά, αν το μελίσσι αρρωστήσει, ο παραγωγός είναι υποχρεωμένος να το κάψει. Τρίτη αιτία μείωσης των αποδόσεων, την οποία έχουν εντοπίσει αρκετοί επιστήμονες στον κόσμο, είναι οι κλιματικές αλλαγές που έχουν επιδράσει στην παραγωγή γύρης των φυτών και κατά συνέπεια στην πλεονάζουσα για κάθε κυψέλη παραγωγή μελιού. Τέταρτη αιτία και λιγότερο γνωστή είναι ο υπερπληθυσμός των κυψελών που έχει σαν αποτέλεσμα να μην επαρκεί σε πολλές περιοχές η τροφή των μελισσών. Η Ελλάδα, μάλιστα, είναι η δεύτερη χώρα μετά την Ισπανία με την υψηλότερη πυκνότητα αριθμού μελισσιών. Διαθέτει 11 κυψέλες/τ.χλμ. ενώ στην Κρήτη είναι διπλάσια με 25 μελίσσια/τ.χλμ. Από τη μια η μείωση της χλωρίδας, από την άλλη η αύξηση των μελισσιών έχουν ως συνέπεια, λέει ο κ. Θρασυβούλου, να μην αρκεί η τροφή για όλα.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να παράγει 12.000 τόνους μελιού τον χρόνο, το οποίο καταναλώνεται όλο ως ελληνικό, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εισάγουν τα τελευταία χρόνια ποσότητες από την Αργεντινή και το Μεξικό και το αναμειγνύουν με το δικό τους (ακόμα και οι Συνεταιρισμοί) για να καλύψουν τις μειωμένες αποδόσεις.

Για αρκετούς που ασχολούνται με τη μελισσοτροφία και μελισσοκομία, τέτοιες ανησυχίες, όπως η πρόσφατη της Ε.Ε., δεν είναι ασύνδετες με τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την έρευνα. Η χώρα μας λαμβάνει ετησίως 5,6 εκατομμύρια ευρώ, αλλά είναι και από τις πρώτες σε αριθμό επαγγελματιών μελισσοκόμων μεταξύ των 27 (Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία και Κύπρος κατά σειρά). Ως επαγγελματίας ορίζεται αυτός που διαθέτει πάνω από 150 μελίσσια.