Επαναπατρισμό των παράνομων μεταναστών ζήτησε από την Ηγουμενίτσα η Ντόρα Μπακογιάννη.
Η Πρόεδρος της "Δημοκρατικής Συμμαχίας" αναγνώρισε ότι είναι έντονο το πρόβλημα στην πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας, όπως και σε .......................
..........................άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Επεσήμανε ότι η χώρα δεν μπορεί να αντέξει πλέον άλλους μετανάστες.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ανάγκη, σύμφωνα με την κ. Μπακογιάννη, να γίνουν συμφωνίες με τις χώρες από τις οποίες προέρχονται, ώστε να επαναπατρίζονται.
4 σχόλια :
Ευλογία ή κατάρα;
Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι , όμως, με τους πάντες και όχι δίχως όρους.
Το μεταναστευτικό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την οικονομική ύφεση. Κράτος και κοινωνία καλούνται να ενσωματώσουν χιλιάδες ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, αξίες και δεξιότητες. Δεν είναι τυχαίο πως δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη σχετική εμπειρία, αλλά και κατεξοχήν μεταναστευτικές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Οι κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαστάσεις του θέματος είναι τεράστιες και συνδέονται με ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών επιλογών: από τη φύλαξη των συνόρων ώς τις υποδομές για την υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η ρευστότητα του προβλήματος διαπλέκεται με τη γενικότερη αδυναμία του κράτους και τον πολωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου διαλόγου όπου κυριαρχούν οι κραυγές και περισσεύουν οι αυταπάτες.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια οξεία εκδοχή του προβλήματος. Ενα πρώτο κύμα κυρίως ευρωπαϊκής προέλευσης ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οπότε και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 762.000 άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα, δηλαδή το 7% του πληθυσμού ή αλλιώς το 9% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Το δεύτερο κύμα, που διογκώνεται όλο και περισσότερο, προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Αφρική. Από το 2002 έχουν γίνει 883.000 συλλήψεις για παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα, 132.524 μόνο μέσα στο 2010!
Παρά τα φυσιολογικά προβλήματα, το πρώτο κύμα απορροφήθηκε χωρίς υπέρμετρους κραδασμούς και τελικά μάλλον ωφέλησε τη χώρα, συνεισφέροντας δυναμισμό και εργατικότητα. Τα παιδιά των Αλβανών που μεγάλωσαν στη χώρα μας δεν ξεχωρίζουν από τους συνομήλικους τους και όταν αριστεύουν ζητούν να υψώσουν την ελληνική σημαία. Είναι, όμως, πολύ αμφίβολο πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν με αντίστοιχο τρόπο και για το δεύτερο κύμα, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν ιδιαίτερα χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και περιορισμένες δεξιότητες. Για τους περισσότερους ίσως, η Ελλάδα αποτελεί απλό πέρασμα. Εγκλωβίζονται όμως και γκετοποιούνται, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Αντιμέτωποι με το πρόβλημα είναι μια Δημόσια Διοίκηση που αδυνατεί να διευθετήσει κεντρικά ζητήματα, όπως η Δικαιοσύνη ή η Παιδεία και μια κοινωνία τραυματισμένη από την οικονομική ύφεση. Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχούν αυταπάτες: από τη μία, όσοι θεωρούν πώς είναι δυνατό να λύσουμε το πρόβλημα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα-φρούριο και απελαύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ενταγμένους ανθρώπους, κάτι που πέρα από αποκρουστικό, είναι ανέφικτο. Από την άλλη, όσοι συγχέουν το συναίσθημα με τη δημόσια πολιτική και θεωρούν πως η χώρα μας υποχρεούται να συνδράμει οποιονδήποτε καταφθάνει στις ακτές της. Οι πρώτοι βλέπουν μόνο ζημιές εκεί που οι δεύτεροι αγνοούν κάθε κόστος. Για τους μεν, η μετανάστευση είναι κατάρα, για τους δε ευλογία. Ταυτόχρονα, καιροφυλακτούν όσοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως εξαργυρώσιμη πολιτική αξία, θεωρώντας πως ανακάλυψαν είτε το επαναστατικό προλεταριάτο που δεν παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα, είτε τον μπαμπούλα που θα στρέψει τον κόσμο προς στην ακροδεξιά.
...........Συνέχεια
Η μετανάστευση όμως έχει δύο όψεις. Οπως έχουν δείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η ραγδαία αύξηση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επέκταση της παραγωγής σε τομείς που δεν ήταν συμφέροντες με το προϋπάρχον εργατικό κόστος, στην ελάττωση του πληθωρισμού και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Συγχρόνως, όμως, προκαλεί συμπίεση των χαμηλών ημερομισθίων, αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας, αύξηση της παραοικονομίας και αύξηση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την απορρόφηση των μεταναστών από το κοινωνικό σύνολο. Περισσότερο απ’ όλους, θίγονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποτυπώσει τους τεράστιους τριγμούς που προκαλεί η ομαλή ενσωμάτωση όχι μόνο των μεταναστών αλλά, κυρίως, των απογόνων τους. Κάποια προάστια ευρωπαϊκών πόλεων θυμίζουν αμερικανικά γκέτο που παράγουν ισλαμιστές τρομοκράτες.
Εθελοτυφλούμε αν νομίζουμε πως το πρόβλημα θα λυθεί με πρόχειρες και αφελείς διακηρύξεις ανθρωπιστικών προθέσεων, αδιάκριτες και μαζικές νομιμοποιήσεις ή με μέτρα ασφαλείας και μόνο. Η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί το ξεπέρασμα τόσο της αδιέξοδης ρητορικής όσο και της πολιτικής της αδράνειας. Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι όμως με τους πάντες και όχι δίχως όρους. Αυτό ισοδυναμεί με τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει σαφή δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση εκείνων των μεταναστών που μπορούν και θέλουν να γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπάγεται όμως και τον αποκλεισμό των υποχωρήσεων σε εκβιασμούς και την εφαρμογή αυστηρών μέτρων που θα περιορίζουν ένα ανθρώπινο ρεύμα, το οποίο έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εισβολής. Τελικά, το αν η μετανάστευση θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας ή στην κατάπτωσή της εξαρτάται κυρίως από εμάς τους ίδιους. * Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale. Ο κ. Χάρης Μυλωνάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Washington.
/ / Καθημερινή / /
Διπλή χρεοκοπία ............. της Ντόρας Μπακογιάννη
«Βλάπτουν και οι δύο τη Συρία το ίδιο»
Η κυβέρνηση θεώρησε ότι «έλυσε» το πρόβλημα της σύγχυσης που δημιούργησε με τους ημιυπαίθριους με μια απλή έκφραση συγγνώμης, γιατί ο υφυπουργός δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τους υπουργούς!
Η νέα διαχωριστική γραμμή στην πολιτική ζωή της χώρας προκύπτει από τη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του λαϊκισμού και της υπευθυνότητας. Είναι ανησυχητικό ότι, παρά την κρίση, οι δυνάμεις του λαϊκισμού ακόμη και σήμερα καλά κρατούν. Η τελευταία εβδομάδα ανέδειξε για μια ακόμη φορά τις σοβαρότατες αδυναμίες των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι Ελληνες πολίτες είδαν, με αφορμή κυρίως το θέμα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, απίθανες σκηνές από ένα θέατρο του παραλόγου.
Τον Ιούλιο του 2010 ο κ. Σαμαράς, πρότεινε προφορικώς (και όπως πληροφορούμαι και εγγράφως) στην τρόικα την αξιοποίηση μέρους της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Την προσδιόρισε -με αξιοσημείωτη ακρίβεια-στο ποσόν των 50 δισ. ευρώ και εκτίμησε ότι η αξιοποίησή της μπορεί να γίνει σε δύο χρόνια. Λίγους μήνες μετά, ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου αποδέχθηκε «αμάσητη» αυτή τη λογική και ανέλαβε την ίδια δέσμευση τρεις με τέσσερις φορές δημόσια. Στη συνέχεια, οι τεχνοκράτες της τρόικας τα παίρνουν όλα αυτά «τοις μετρητοίς», τα υιοθετούν χωρίς μελέτη και τροποποιούν αναλόγως τα συμφωνηθέντα, θεωρώντας ότι μπορεί να γίνουν μέσα σε πέντε χρόνια. Σπεύδουν, δε, να τα ανακοινώσουν οι ίδιοι στον ελληνικό λαό.
Εδώ αρχίζουν οι σκηνές απείρου κάλλους: η Ν.Δ. κατ’ αρχάς πανηγυρίζει γιατί «έρχονται στην πολιτική της». Αντιδρούν όμως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ξεσπάει σάλος. Η Ν.Δ. αναθεωρεί, αναγνωρίζοντας μόνο τα 50 δισ. ευρώ ως δική της θέση και καταγγέλλει την αξιοποίηση που πρώτη η ίδια είχε εξαγγείλει ως «ξεπούλημα» (πάντα παρέα με την καθεστωτική Αριστερά). Το αποκορύφωμα: η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο κ. Παπανδρέου, ξεχνώντας όλα όσα έλεγαν δημοσίως, αλλά και όλα εκείνα με τα οποία δεσμεύτηκαν κατά τις συζητήσεις για την παρακολούθηση της εφαρμογής του Μνημονίου, ύστερα από δεκάδες πολιτικές πιρουέτες, κατέληξαν να εξαγγείλουν νόμους και φραγγέλια για την πώληση της δημόσιας περιουσίας. Ανακοινώνουν ακόμη και πρόβλεψη απαγόρευσης πώλησης στην αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αυτός ο πολιτικός τραγέλαφος γεννά στους πολίτες πολλά ερωτήματα: Ακόμη και τώρα που βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού είναι δυνατόν τα δύο μεγάλα κόμματα, αν και δηλώνουν ότι είναι υπέρ της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, όταν φοβηθούν το συγκυριακό πολιτικό κόστος να αρνούνται βασικές πολιτικές τους θέσεις; Μπορούν να καταλήγουν στο λαϊκιστικό «δεν πωλείται τίποτα», όταν όλοι γνωρίζουν τη σκληρή αλήθεια ότι για να μειωθεί σε απόλυτους αριθμούς το υπέρογκο δημόσιο χρέος, πρέπει να πωληθεί δημόσια περιουσία; (Βεβαίως και ορθώς κανείς δεν μιλάει για μνημεία, παραλίες, περιοχές ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους κ.λπ.). Τέλος, δεν γνωρίζουν όλοι ότι το μεγάλο πρόβλημα για την όποια αξιοποίηση είναι οι περίφημοι «καταπατητές», αλλά και η έλλειψη, ακόμη και σήμερα, σύγχρονου Κτηματολογίου και Δασολογίου, για τα οποία δεν λένε και δεν κάνουν κάτι για να τα αντιμετωπίσουν;
Είναι προφανές ότι η πολιτική δεν μπορεί να κερδίσει την αξιοπιστία της όταν με τις πράξεις και τις επιλογές της διαψεύδει τη ρητορική και τις εξαγγελίες της. Δυστυχώς, όμως, παρά την κρίση τα μεγάλα κόμματα και οι δυνάμεις της καθεστωτικής Αριστεράς πορεύονται ως να μην έχει συμβεί τίποτα σ’ αυτό τον τόπο.
...........Συνέχεια
Ετσι, βλέπουμε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να παίρνει πίσω, μέσα σε χρόνο-ρεκόρ, μια ρύθμιση για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων που έδινε το δικαίωμα σε δικηγορικές εταιρείες να ανοίγουν γραφεία σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Το επάγγελμα έγινε τώρα «μισόκλειστο». Ετσι θα ζήσουμε τον παραλογισμό, ελληνικές δικηγορικές εταιρείες να μπορούν να έχουν γραφεία στις χώρες όλης της Ευρώπης, αλλά όχι σε πόλεις της Ελλάδας. Ακούμε έκπληκτοι, επίσης, την κυβέρνηση να λύνει το πρόβλημα της σύγχυσης που δημιούργησε με τους ημιυπαίθριους με μια απλή έκφραση συγγνώμης, γιατί ο υφυπουργός δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τους υπουργούς.
Η ουσία είναι η εξής: κυβέρνηση που δεν πιστεύει στην πολιτική που εφαρμόζει, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να φέρει και θετικό αποτέλεσμα για τον τόπο. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η Ν.Δ. θέλει να εμφανίζεται ως υποτιθέμενη εναλλακτική πρόταση. Η Ν.Δ. η οποία έσπευσε να καταγγείλει ως «φασιστική»(!) την απόφαση του αστυνομικού διευθυντή Σερρών να μην επιτρέψει το κλείσιμο των συνόρων της χώρας από μερικές δεκάδες διαδηλωτές. Επέλεξε να καταψηφίσει το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, το οποίο ήταν σε όλες της τις προγραμματικές δεσμεύσεις και προεκλογικές εξαγγελίες από το 1985 και μετά.
Συμπέρασμα: τα δύο μεγάλα «κόμματα εξουσίας» ακολουθούν την πορεία που οδήγησε ώς εδώ την ελληνική οικονομία. Το σοβαρότερο είναι ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη δοκιμάζουν την κοινωνική συνοχή της χώρας και την πολιτική βιωσιμότητα του προγράμματος διάσωσης του τόπου. Οι χώρες δεν χρεοκοπούν απλώς, διότι δεν μπορούν να πληρώσουν. Χρεοκοπούν όταν το πολιτικό τους σύστημα έχει τόσο απαξιωθεί ώστε δεν μπορεί πλέον να φέρει σε πέρας τις δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται για τη σωτηρία τους.
* Η κ. Ντόρα Μπακογιάννη είναι πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας.
Δημοσίευση σχολίου