Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο, αλλά η ασύλληπτη αναισθησία των πολιτικών, καθώς η επερχόμενη καταστροφή διακρίνεται ολοένα και πιο καθαρά, το επαναφέρει ξανά και ξανά: «Ξέρω ότι είναι αφελές», ρωτούσε προχθές φίλος πανεπιστημιακός, «αλλά δυσκολεύομαι να το ...
χωνέψω: δεν ντρέπονται, δεν φοβούνται, δεν τρελαίνονται βλέποντας το τσουνάμι να πλησιάζει, πώς μπορεί να μένουν απαθείς;».
Το ενδιαφέρον εδώ είναι το «πώς» και το «γιατί». Το ότι δεν αντιδρούν ώστε να αποτρέψουν την καταστροφή μόνον οι οριακής νοημοσύνης δεν το θεωρούν πλέον δεδομένο. Το διαλαλούν με την αμεριμνησία τους, υπουργοί καμαρωτοί σαν φουσκωμένοι διάνοι, που δεν τους ενοχλούν τα σπασμένα μάρμαρα, αρκεί να μην τα σπάνε οι αναρχικοί στην είσοδο του δικού τους σπιτιού.
Το βλέπεις στη χυδαία θρασυδειλία με την οποία κάποιοι πρώην κρύβονται πίσω από το γράμμα του νόμου για να διεκδικήσουν τα αναδρομικά τους, τώρα που δεν έχουν πια ανάγκη τους ψηφοφόρους, των οποίων το συμφέρον προέτασσαν όποτε διεκδικούσαν την επανεκλογή τους.
Το βλέπουν πια και οι ξένοι ότι οι πολιτικοί μας δεν είναι διατεθειμένοι να περάσουν από τα λόγια στις πράξεις: Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, το λένε «a disconnect between legislation and implementation», δηλαδή αποσύνδεση μεταξύ νομοθέτησης και εφαρμογής. Πόσο σαφέστερο μπορεί να είναι ένα τεχνοκρατικό κείμενο;
Όσο και αν αντιλαμβάνονται οι συντάκτες του ότι η στάση του πολιτικού κόσμου έναντι του προβλήματος της χώρας ταιριάζει γάντι με την περίπτωση του καθ’ όλα αξιοτίμου Βλάσση Τσάκα, ο οποίος πηγαίνει την καταβολή του «μπαγιόκου» από παράταση σε παράταση, δεν γίνεται να το πουν ρητώς!
Όμως πώς εξηγείται αυτή η στάση παραμένει για μένα ένα μυστήριο και μόνον υποθέσεις μπορώ να κάνω επ’ αυτού. Κατ’ αρχάς, νομίζω ότι, σε κάποιο ποσοστό, η εξήγηση πρέπει οπωσδήποτε να είναι ο κρετινισμός: είτε ως φυσική και άδολη στάση ανθρώπων που δεν μπορούν να αντιληφθούν είτε -πολύ συχνότερα, πιστεύω- ως ασύνειδη επιλογή, που θα τους προστατεύσει από μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούν να αντέξουν, γιατί θα τους συντρίψει ψυχολογικά.
Όμως οι κρετίνοι, είτε της μίας είτε της άλλης κατηγορίας, δεν είναι πολλοί· και ο κρετινισμός δεν πρέπει να συγχέεται με την υποκριτική άγνοια της πραγματικότητας, έστω και αν τα αποτελέσματα και των δύο στάσεων είναι τα ίδια.
Υποθέτω ότι κατά πολύ μεγαλύτερο ρόλο πρέπει να παίζει η ενοχή: η συνείδηση των μικρών ή μεγάλων ευθυνών του καθενός τους στη δημιουργία του προβλήματος.
Αυτές είναι εκείνες που αν τις αναγνωρίσουν, έπειτα θα πρέπει να πληρώσουν την αναγνώριση με την εξαφάνισή τους: ό,τι φοβούνται περισσότερο, δηλαδή. Κρύβονται, λοιπόν, πίσω από τη συλλογικότητα και ελπίζουν ότι η ενοχή τους θα σβήσει και θα χαθεί μέσα στη γενική διάλυση που θα φέρει το χάος, αρκεί μέχρι τέλους οι ίδιοι να μην την παραδεχθούν.
Όπως οι άτακτοι μαθητές, εξαιτίας των οποίων τιμωρείται ολόκληρη η τάξη: όσο οι αθώοι συμμαθητές τους αγνοούν τους αληθινούς ενόχους, οι τελευταίοι δεν έχουν να φοβούνται τίποτε. Βέβαια, το παράδειγμα ισχύει μέχρις ενός σημείου, διότι η φρίκη των κοινωνικών συνεπειών της χρεοκοπίας και της απομόνωσης θα είναι τέτοια, ώστε να κάνει την οργή που θα ξεσπάσει ανεξέλεγκτη.
Παρ’ όλα αυτά όμως, αρνούμενοι την αλήθεια μπορούν να ελπίζουν σε κάτι, ενώ αν τη δεχθούν δεν θα έχουν σε τίποτε πια να ελπίζουν.
Αυτό το κάτι, που θα υπάρχει και την επομένη της χρεοκοπίας και των δεινών της, είναι εκείνο το οποίο ενσυνειδήτως οι δημαγωγοί καλλιέργησαν τόσα χρόνια, μέσω της διαφθοράς του πελατειακού συστήματος των αλόγιστων και άκοπων παροχών: η διάχυτη στον πολιτικό διάλογο βλακεία, νοουμένη εδώ ως άρνηση της πραγματικότητας.
Το σοκ της καταστροφής δεν πρόκειται να φέρει ως διά μαγείας την επιφοίτηση, διότι η βλακεία δεν εξαλείφεται από τη μια μέρα στην άλλη: θέλει χρόνια παιδείας και πολιτισμένου κοινωνικού βίου, επάνω σε αρχές και κανόνες, για να αρχίσει να υποχωρεί.
Συνεπώς, όσοι καταφερτζήδες και αναίσχυντοι από την ιθύνουσα πολιτική τάξη επιβιώσουν μπορούν βασίμως να ελπίζουν ότι θα βρουν έναν τρόπο να την κουμαντάρουν.
Είναι πολύ πιθανό να οχυρωθούν πίσω από ηρωικούς μύθους: ότι για όλα φταίνε οι ξένοι και οι αγορές, που έκαναν την Ελλάδα μας πειραματόζωο, επειδή μας ζηλεύουν που είμαστε πιο έξυπνοι, ωραίοι, μάγκες, καραμπουζουκλήδες και άλλα παρόμοια, τα οποία -να με συγχωρείτε- μόνον για ζώα είναι!
Γιατί να μην ελπίζουν σε κάτι τέτοιο; Διαφαίνεται ήδη στην περισπούδαστη μπουρδολογία της αρθρογραφίας των κραταιών πασόκων, γύρω από την επομένη ημέρα του κινήματος, ακόμη καθαρότερα δε εκφράζεται στη ρητορική της Αριστεράς. (Την επίσημη έκφραση της Δεξιάς δεν την περιλαμβάνω εδώ, διότι την εντάσσω στην κατηγορία του οικειοθελούς κρετινισμού...)
Επίγνωση ενοχής, απουσία ντροπής, κυνικός υπολογισμός για την επιβίωση, έστω και με απώλειες. Οσο μπορώ να καταλάβω, αυτό νομίζω ότι είναι η απάντηση στο ερώτημα του φίλου. Δεν τα γράφω αυτά με διάθεση να εκτονώσω την οργή μου.
Περιγράφω απλώς αυτό που καταλαβαίνω, παρακινούμενος από την ειλικρινή απορία του φίλου πανεπιστημιακού, ενός ανθρώπου ικανού, έξυπνου και έντιμου, που μένει αμήχανος και διαπορών μπροστά στο μέγεθος της αδιανόητης γαϊδουριάς των πολιτικών ταγών...
Στέφανος Κασιμάτης // Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου