Οταν σπούδαζα στην Αμερική, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι περισσότεροι Ελληνες φοιτητές που συναντούσα είχαν αποφοιτήσει από «πρότυπα» δημόσια σχολεία που επέλεγαν τους μαθητές τους με εξετάσεις και ήταν στελεχωμένα με εκπαιδευτικούς που συνδύαζαν υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και ερευνητική διάθεση. Ορισμένα, μάλιστα, είχαν ιδρυθεί από κληροδοτήματα και δωρεές ιδιωτών και είχαν ιδιαίτερη παράδοση.
Τα πιο γνωστά ήταν το Βαρβάκειο, η Ευαγγελική, η Ιωννίδειος και το ..........
........... Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι απόφοιτοι που είχα γνωρίσει τότε ήταν παιδιά με (υπερβολική ίσως) σοβαρότητα, ιδιαίτερη προσήλωση στις σπουδές τους και μεγάλος πάθος για μάθηση. Οι περισσότεροι κατάφεραν να διακριθούν και είναι σήμερα ιδιαίτερα επιτυχημένοι στο πεδίο που επέλεξαν να υπηρετήσουν. Η επιτυχία τους σχετίζεται άμεσα με την παιδεία τους.
Τα πρότυπα επιτελούσαν τρεις πολύ σημαντικές λειτουργίες: καλλιεργούσαν την αριστεία στην εκπαίδευση, παρέχοντας στους μαθητές τους υψηλού επιπέδου παιδεία, ήταν φορείς αξιοκρατίας καθώς επέλεγαν προικισμένα παιδιά με εξετάσεις και εφάρμοζαν μια πολιτική κοινωνικής κινητικότητας, παρέχοντας παιδεία υψηλού επιπέδου σε παιδιά μεσαίων και φτωχών στρωμάτων που δεν είχαν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε κάποιο από τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία. Και οι τρεις αυτές λειτουργίες στοιχειοθετούσαν μιαν αποτελεσματική δημόσια πολιτική που συνδύαζε μικρό οικονομικό κόστος με σημαντικά, μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Η σημασία των σχολείων αυτών, όμως, ξεπερνούσε τον χώρο της εκπαίδευσης καθώς μόνο και μόνο η ύπαρξή τους πρόβαλε την προτεραιότητα αξιών, όπως η αριστεία, η αξιοκρατία και η κοινωνική κινητικότητα, καθώς και την προώθησή τους μέσω δημόσιων πολιτικών.
Εξακολουθώ να συναναστρέφομαι με Ελληνες φοιτητές στην Αμερική, με την ιδιότητα του καθηγητή. Οι φοιτητές αυτοί προέρχονται πλέον μόνο από μεγάλα ιδιωτικά σχολεία. Εχω χρόνια να συναντήσω απόφοιτο προτύπου. Τι συνέβη;
Το 1985, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου κατάργησε τα πρότυπα μετονομάζοντάς τα σε «πειραματικά». Η φαινομενικά ανώδυνη αυτή αλλαγή ονόματος κάλυπτε δύο ριζικές αλλαγές. Η πρώτη ήταν η αντικατάσταση του συστήματος επιλογής των μαθητών. Αντί των εξετάσεων καθιερώθηκε η κλήρωση (η οποία, μάλιστα, λέγεται πως δεν ήταν πάντοτε αδιάβλητη). Καταργήθηκε, επομένως, η επιλογή των αρίστων. Η δεύτερη αλλαγή ήταν η αντικατάσταση του συστήματος επιλογής των καθηγητών: τα σχολεία στελεχώθηκαν πια με εκπαιδευτικούς με λιγότερα προσόντα και ενδιαφέρον. Σιγά σιγά αυξήθηκε και ο αριθμός των μαθητών που φοιτούσε σ’ αυτά.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τους ακριβείς λόγους που οδήγησαν στη μεταρρύθμιση του 1985, αν και θα είχε πολύ ενδιαφέρον να εντοπιστούν οι φυσικοί αυτουργοί της. Δεν είναι όμως δύσκολο να υποτεθεί πώς εντασσόταν στο όραμα του «εκδημοκρατισμού» με το οποίο το ΠΑΣΟΚ είχε κατακτήσει την εξουσία και σύμφωνα με το οποίο η αριστεία και η διάκριση αποτελούσαν δείγματα ελιτισμού και αριστοκρατίας που έπρεπε να παταχθούν. Ηταν μια εφαρμογή της λογικής του εξισωτισμού, της βαθύτερης δηλαδή ουσίας του λαϊκισμού. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται η ρίζα της σημερινής απαξίωσης: πώς να μην καταλήξει στη χρεοκοπία ένα κράτος που ποδοπάτησε τόσο επιδεικτικά αξίες, όπως η αριστεία ή η αξιοκρατία, καταργώντας τις πετυχημένες δημόσιες πολιτικές που τις παρήγαγαν; Και τι να ειπωθεί για τη σιωπηρή αποδοχή ενός τέτοιου μέτρου από μια κοινωνία που δεν διστάζει να βγει στους δρόμους όταν απειλούνται τα «κεκτημένα» της;
Μετά το 1985 τα πρότυπα μαράζωσαν και δεν έχουν πια καμία σχέση με το παρελθόν τους. Παρά τα κατάλοιπα της παλιάς τους φήμης, δεν ξεφεύγουν από τον θλιβερό μέσο όρο της δημόσιας δευτεροβάθμιας παιδείας των επαναλαμβανόμενων καταλήψεων και της χρόνιας μιζέριας, που παρά τις φιλότιμες ατομικές προσπάθειες πολλών εκπαιδευτικών εξυπηρετεί περισσότερο το συντεχνιακό συμφέρον μιας κάστας δημοσίων υπαλλήλων και λιγότερο τη βέλτιστη παροχή του δημόσιου αγαθού της παιδείας. Το αποτέλεσμα είναι η εγκατάλειψη της δημοσίας παιδείας από την πλειοψηφία των οικογενειών που διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν. Ετσι και το κράτος παρέχει μια ακριβή, αλλά υποβαθμισμένη υπηρεσία και χιλιάδες οικογένειες επωμίζονται ένα δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Ολοι χάνουν.
Αν δεχθούμε πως το 1985 διαπράχτηκε ένα έγκλημα, τι άλλοθι διαθέτουμε 25 χρόνια αργότερα για να δικαιολογήσουμε τη συνέχισή του; Εδώ και αρκετά χρόνια, οι σύλλογοι αποφοίτων των προτύπων αλλά και πνευματικοί άνθρωποι (π.χ. ο Γ. Μπαμπινιώτης το 2000) έχουν ζητήσει την επαναφορά του θεσμού. Πρόκειται για ένα μέτρο με μικρό κόστος και τεράστια συμβολική σημασία, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, αφού τα σχολεία αυτά θα μπορούσαν να προσφέρουν μια μοναδική οδό ενσωμάτωσης, κοινωνικής ανόδου και διάκρισης σε ταλαντούχα παιδιά μεταναστών που δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα πρόσβασης σε ιδιωτικά σχολεία. Το γεγονός πως, απ’ ό,τι γνωρίζω, ένα τέτοιο μέτρο δεν βρέθηκε καν στην ατζέντα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, είναι απόδειξη ενός τεράστιου ελλείμματος φαντασίας που διακρίνει τις πολιτικές ηγεσίες της χώρας. Αποδεικνύει, επίσης, πως παρά τη χρεοκοπία, η χώρα εξακολουθεί να πορεύεται με οδηγό τις ίδιες ακριβώς ιδέες και πρακτικές που την οδήγησαν εκεί.
* Ο Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου