Τυχαίνει και τον γνωρίζω τον Πιτσιρίκο. Τυχαίνει και τον γνωρίζω από τον καιρό που πρωτοεμφανίστηκε στα μπλογκ, αρχή-αρχή, μ’ εκείνα τα ....
χαριτωμένα, αστεία, ελαφρά κείμενά του, και κυρίως τα σουρεαλιστικά, που τόσο άρεσαν στην «ελληνική μπλογκόσφαιρα». Διείδα μάλιστα εξαρχής τη μεγάλη δυναμική του λόγου του, και τον προσκάλεσα να γράψει (κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία πληρώνεται κανείς ως στέλεχος εκδοτικού Οίκου) ένα μυθιστόρημα. (Το αναφέρει, άλλωστε, στο παλιό του μπλογκ, σε δυο-τρία ποστ, αφηγούμενος τις συναντήσεις μας). Δεν το έγραψε —μολονότι ίσως το ξεκίνησε—, καθώς μέσα στον επόμενο χρόνο άρχισαν οι απανωτές προσκλήσεις του για συνεργασία από διάφορα ΜΜΕ, έντυπα, ηλεκτρονικά, και του αέρα (αλλά και της τηλεόρασης), που έφταναν και με το παραπάνω για να καλύψουν τις όποιες αισθητικές του —και όχι μόνο— ανάγκες, πρώτον, αλλά και να γεμίσουν το χρόνο του, δεύτερον. Και φυσικά κάλυψαν, οι δουλειές αυτές, και άλλα κενά μέσα του.
Όμως δημιούργησαν και καινούργια.
Η φήμη, που όταν δεν αφορά σημαντικούς και νηφάλιους δημιουργούς, αναπτύσσεται μόνο σε κεντρικές λεωφόρους, εκεί δηλαδή όπου τα μυαλά είναι όλα τους ένα και αξεχώριστα, έχει πολύ μεγάλο στομάχι και απέραντη αχορτασιά — κι όταν περιβάλλεται (για τον πολύ κόσμο, και στην περίπτωσή του: τον μόνο κόσμο) από το μανδύα της ανωνυμίας, η διαρκής πείνα της γίνεται κυκλώπεια. Έτσι, ο Πιτσιρίκος, σαν το πρεζάκι που ο οργανισμός του ανέπτυξε τρομερή ανοχή στη σκάρτη ηρωίνη, έπρεπε να τη θρέψει. Πού αλλού θα τα κατάφερνε, πέρα απ’ αυτές τις ίδιες πολυσύχναστες λεωφόρους, τις οδούς του λαϊκισμού; Γι’ αυτό και στράφηκε έτσι ανενδοίαστα στο χάιδεμα του κοινού, σαν ένας Αριστοφάνης-ζόμπι: η λαϊκή σάτιρα, χειρότερα και από το λίβελο, περιμένει με ανοικτές αγκάλες τον ηθικά ξεπεσμένο, ακριβώς γιατί η ίδια μετέρχεται τα ποταπότερα μέσα: μιλά πάντα για τον άνθρωπο σαν μάζα σωματοποιημένων στερεοτύπων, τον μπαλταδιάζει και τον κόβει κομματάκια.
Κι ένα-ένα τα πετάει στο λυσσιασμένο κοινό.
Το κοινό είναι ένα τέρας.
Και εξέθρεψε ένα θλιβερό όμοιό του: ένα γκόλεμ που δε μπορεί να σταματήσει την παράνοιά του, μια σκοταδιστική καρικατούρα μίσους και αηδίας που υπογράφει σαν «Πιτσιρίκος».
1 σχόλιο :
Η ειδοποιός διαφορά του φασιστικού χιούμορ είναι, όχι υποχρεωτικά η κακή του ποιότητα, αλλά η εγγενής μοχθηρία του
Δημοσίευση σχολίου