Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Η μη αυτονόητη «επανάσταση του αυτονόητου»

Πολύ βαριά έννοια η επανάσταση για να επιτρέπεται η κατάχρησή της από τη δημαγωγική ρητορική, που τη διαβάλλει και μηδενίζει την αξία της. Κι όμως, το καλοκαίρι, κι αφού εξαντλήθηκαν τα αποθέματα σε «αλλαγές» και «απαλλαγές», «αναμορφώσεις», «επανιδρύσεις», «μεταρρυθμίσεις» και «νέες εποχές», οι αρχηγοί των δύο κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία βάλθηκαν να επαναστατικολογούν, υπό τη σκιά του δεσποτικού Μνημονίου. Αρχεία αυστηρά δεν κρατάω, μάλλον ο κ. Αντ. Σαμαράς ωστόσο ανήγγειλε πρώτος την υπ’ αυτόν επερχόμενη «επανάσταση του αυτονόητου», μιας και έκρινε φρόνιμο να μην επαναφέρει στο προσκήνιο την ατυχήσασα ευρεσιτεχνία της «υπέρβασης».
Με καλά αντανακλαστικά ως προς την υιοθέτηση όρων με ανυπόληπτο νοηματικό αντίκρισμα, ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου δεν άργησε να ..........

........... κηρύξει και αυτός την «επανάσταση του αυτονόητου». Στην ομιλία του μάλιστα στη ΔΕΘ μάς διαβεβαίωσε ότι η εν λόγω επανάσταση άρχισε ήδη, από την Πάρο ίσως ή κάποιο άλλο θερινό μετερίζι. Από τη Θεσσαλονίκη επίσης, λίγες ημέρες αργότερα, ο κ. Σαμαράς προχώρησε ένα βήμα παραπέρα (κατά φαντασίαν ή κατά δήλωση), κηρύσσοντας τούτη τη φορά την «αληθινή επανάσταση». Μέρες του 1821, λοιπόν, με τους Πελοποννήσιους και πάλι πρωτοκαπετάνιους, έστω και για τις ανάγκες μιας εθιμοτυπικής ομιλίας στην Έκθεση, όπου οι αγορητές μάλλον εκτίθενται παρά εκθέτουν.

Την επανάσταση που επαγγέλλεται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα την κρίνουμε στον καιρό της, όποτε επέλθει, κι αν βέβαια η ιστορία φανεί μαζί του τόσο γενναιόδωρη. Καθόλου αυτονόητη δεν μοιάζει, πάντως, η κατά ΠΑΣΟΚ «επανάσταση του αυτονόητου», τους καρπούς της οποίας υποτίθεται ότι απολαμβάνουμε ήδη. Και δεν είναι αυτονόητη για πολλούς λόγους.
Πρώτον και κύριον, επειδή, για να συνεννοηθούμε και ενδεχομένως να συναινέσουμε, πρέπει να οριστεί αυστηρά τι εστί αυτονόητο, με όρους πολιτικούς και ιδεολογικούς και όχι τους παραδοσιακούς της λεξικογραφίας, ώστε να εξακριβωθεί, όσο είναι δυνατόν, πόσα αυτονόητα είναι κοινά για όλους, έχοντες και κατέχοντες, κυβερνώντες και κυβερνώμενους, διαρκώς πιεζόμενους και μονίμως χαλαρούς· και ξέρουμε πολύ καλά πως ούτε καν ο πατριωτισμός δεν υπήρξε ποτέ πανδήμως αυτονόητος. Εντάξει, τα λεξικά, πιστά στη συντακτική λογική τους, υπογραμμίζουν ότι αυτονόητο είναι το αφ’ εαυτού εννοούμενο, το εκ της αμέσου αντιλήψεως καταφανές, κάτι που το καταλαβαίνουν όλοι δίχως περαιτέρω εξηγήσεις.
Είναι αυτονόητο, λ.χ., πως ένα πλοίο που πορεύεται σε τρικυμισμένο πέλαγος, με τον καπετάνιο να αποφεύγει την ευθύνη του τιμονιού, τους αξιωματικούς να ερίζουν αμέριμνοι για το μέγεθος της ισχύος τους, και με το υπόλοιπο πλήρωμα αλαφιασμένο, ανοργάνωτο, ασυντόνιστο, θα ναυαγήσει, ας έχει και τον Αη Νικόλα μαζί του και τον Ποσειδώνα.
Νά όμως που το ΠΑΣΟΚ επιμένει να θεωρήσουμε αυτονόητο ότι το σκάφος αυτό όχι μόνο δεν θα ναυαγήσει παρά θα βρει λιμάνι απάνεμο να δέσει, όπου μάλιστα θα φτάσει βαρυφορτωμένο «σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής», προς κοινή διανομή.

Μιας και κρατάει τα ηνία, όσο του το επιτρέπουν οι εξωχώριοι επιτηρητές, το ΠΑΣΟΚ απαιτεί να συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις του, να προσαρμόσουμε τη σκέψη και τα αισθήματά μας στο δικό του νεωτερίζον λεξιλόγιο. Απαιτεί να συνεννοηθούμε ασπαζόμενοι άνευ ενστάσεων τη δική του γλώσσα, το δικό του ιδιόλεκτο, βαρυφορτωμένο τεχνάσματα και βαρύγδουπες κενολογίες, τα δικά του εντέλει αυτονόητα. Απαιτεί, δηλαδή, να λέμε «υπευθυνότητα» τη λιτότητα, όπως ο πρωταθλητής της ευφημιστικής ταχυδακτυλουργίας πρωθυπουργός, «αλληλεγγύη» τους φόρους, «δημοσιονομική εξυγίανση» την περικοπή των μισθών και των συντάξεων, «δημογραφική ανανέωση» τη διεύρυνση των ορίων ηλικίας προς συνταξιοδότηση, «διαβούλευση» την περιφρόνηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας (και μπορείς να περιφρονείς ακόμα κι όταν λες θεατρικά ότι συμμερίζεσαι και συμπάσχεις) και βέβαια «φως στην άκρη του τούνελ» το σκοτάδι που δεν λέει να αραιώσει.

Πώς να συμφωνήσει λοιπόν κανείς σε μια γλώσσα που δεν είναι η δική του και η οποία διαβάλλει τα ονόματα και διαστρέφει τα πράγματα; Επί παραδείγματι, σαν αυτονόητος προτείνεται και δοξολογείται ο «νέος πατριωτισμός». Πατρίδα μας είναι η Ελλάδα, όπως τη σχηματίζουμε από το πόστο του ο καθένας και με το μερτικό της ευθύνης του, την αγαπάμε, πονάμε να τη λοιδορούν οι επιτηρητές, πληγωνόμαστε ακόμα κι όταν οι εξεταστές της τρόικας ειρωνεύονται τους υπουργούς μας, επειδή ένα κομμάτι της χλεύης τους, όχι μικρό, πλήττει κι εμάς τους εκτός εξουσίας, είτε γιατί επιλέξαμε τη μια ή την άλλη κυβέρνηση είτε γιατί οι υπουργοί μας αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την απαξίωσή τους. Ποιο νόημα δίνουν όμως στον «νέο πατριωτισμό» οι υποστηρικτές του; Το νόημα της αγόγγυστης υποταγής στην ψευδονομοτέλεια του Μνημονίου, την ίδια ώρα μάλιστα που οι αυτονοήτως σπουδαίοι πατριώτες (ανάμεσά τους πιθανόν και κρατικοί αξιωματούχοι της μιας ή της άλλης περιόδου και οπωσδήποτε πολλοί ευνοηθέντες από τις πράσινες και τις γαλάζιες κυβερνήσεις) εξακολουθούν να διοχετεύουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, για να αβγατίσουν εκεί και να επιστρέψουν εν καιρώ τω δέοντι ώστε να ενισχύσουν την οικονομία μας (άλλο αυτονόητο κι αυτό). Γιατί λοιπόν να μη θεωρηθεί αυτονόητο ότι ο «νέος πατριωτισμός» προβλέπει τον ίδιο καταμερισμό ευθύνης, χρέους και θυσιών με τους παλαιότερούς του;

Για τους «αυτονόητους επαναστάτες», τόσο τους εν αναμονή Νεοδημοκράτες όσο και τους εν όπλοις του ΠΑΣΟΚ, είναι αυτονόητο ότι «αν δεν αλλάξουμε, θα βουλιάξουμε». Θα ’λεγε ψέματα όποιος ισχυριζόταν ότι, τη χρονιά που διανύουμε, οι περισσότεροι δεν προσπάθησαν να αλλάξουν τη ζωή τους, ποιος λίγο-ποιος πολύ· ούτως ή άλλως η συνθήκη του βίου μας κλονίστηκε από τη βία των νέων δεδομένων και πολλές από τις αυτοπαραμυθητικές ψευδαισθήσεις κατέπεσαν. Κι ωστόσο, οι ίδιοι εκείνοι που απαιτούν να αλλάξουμε, και που θα όφειλαν να δώσουν το καλό παράδειγμα, παραμένουν μακαρίως δέσμιοι της παράδοσής τους και αδιάφοροι για τις προς τρίτους αυστηρές εντολές τους. Αν το «αλλάζουμε» σημαίνει (αυτονοήτως, τι άλλο) ότι δουλεύουμε μεθοδικότερα, συντονισμένα, με σαφές πρόγραμμα και αποδοτικό καταμερισμό υποχρεώσεων και αρμοδιοτήτων, τερματίζοντας τη σπατάλη, αρνούμενοι τις βολές μας και παύοντας να κρυβόμαστε πίσω από τις συνήθεις αλληλοκαταγγελίες και αλληλοενοχοποιήσεις, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού παραδείγματα και όχι στον χώρο του νυν κυβερνώντος κόμματος ή του κόμματός που, ποντάροντας αποκλειστικά και μόνο στην κίνηση του εκκρεμούς, αναμένει να ξανάρθει η σειρά του για να επαναλάβει τα ίδια ναυαγοσωστικά ρητορεύματα και να διαπράξει τα ίδια λάθη. Οι «επαναστάτες του αυτονόητου» προορίζουν τον κόπο της επανάστασής τους για τους άλλους. Αυτονοήτως.

Δεν υπάρχουν σχόλια :