Φαντάζει εξωπραγματικό, αλλά ισχυρίζομαι πως είναι η μόνη απλή και αμέσως εφικτή λύση: παραχωρούμε την Ακρόπολη για 99 χρόνια στους Κινέζους, μας ξεπληρώνουν τα 300 τόσα δισ. του χρέους και οι προαιώνιοι σινοελληνικοί δεσμοί φιλίας σφυρηλατούνται στο διηνεκές.
Ετσι ξεμπερδεύουμε και ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία.
Οτι η λύση μοιάζει σουρεαλιστική είναι βέβαιον, δεν παύει ωστόσο να είναι εν ταυτώ και ρεαλιστική: η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στον ΦΠΑ της
αλμυρής και σ’ εκείνον της γλυκιάς μπουγάτσας ή ανάμεσα στο τυλιγμένο και στο ατύλιχτο σάντουιτς δεν είναι λιγότερο σουρεαλιστική, μα και εξίσου νατουρ(ε)αλιστική· τα δύο ρεύματα συνυπάρχουν. Ο ρεαλισμός και ο σουρεαλισμός είναι ασύμβατα έως αντιτιθέμενα, πλην όμως όχι και αντιφατικά καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως φαίνεται και στο περίφημο λειωμένο ρολόι του Νταλί, όπου ο σουρεαλισμός δεσπόζει του ρεαλισμού – τον κατατροπώνει, θα λέγαμε – και τανάπαλιν - τούμπαλιν.
Μένει να ρυθμισθούν ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες. Στους όρους του συμβολαίου μπορούμε να κατοχυρώσουμε ότι λ.χ. η Ακρόπολη θα είναι προσβάσιμη και το Μουσείο της θα λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο· το μπουκαλάκι του νερού δεν θα πουλιέται σε εξωφρενική τιμή στην καντίνα των υπωρειών· το κινεζικό κυλικείο θα λειτουργεί με ημι κινεζικές τιμές και εμείς θα παίρνουμε ως έθνος ένα μικρό μέρος των εισπράξεων· οι απεργίες του προσωπικού θα θεραπεύονται παραχρήμα για λόγους εθνικούς κ.ο.κ.
Η Ακρόπολη δεν είναι απλώς μνημείο, είναι ΤΟ μνημείο και άρα υπό την κινεζική νομή και κατοχή δεν θα διακόπτει τη λειτουργία της ποτέ και υπό οιεσδήποτε συνθήκες λιμού, σεισμού, καταποντισμού· κάπως σαν το ωρολόγι στον Πύργο του Μπιγκ Μπεν, θα την καμαρώνουμε με αυγουστιάτικη πανσέληνο τα μεσάνυχτα – ενώ τώρα την απολαμβάνουμε από το ρουφ-γκάρντεν του «Ηλέκτρα».
Ενστάσεις κατά της παραχώρησης ασφαλώς θα εγερθούν από τον εθνικόφρονα αναγνώστη, που ίσως σπεύσει να χαρακτηρίσει την εκατονταετή παραχώρηση πράξη αντεθνική. Οι εξεταστέοι εθνικοί λόγοι διακρίνονται σε δύο αδρές κατηγορίες: σε λόγους εθνικής ασφαλείας και σε λόγους εθνικού γοήτρου. Ως προς τους πρώτους λόγους, η παραχώρηση λιμένων όπως της Θεσσαλονίκης και του Αστακού είναι εθνικώς επισφαλέστερη συγκριτικά με του αρχαίου μνημείου, του οποίου η στρατηγική αξία είναι αμελητέα έως μηδαμινή: η Πατρίς δεν θα κινδυνεύσει αν προσγειωθεί το κινεζικό ελικόπτερο στους πέριξ του Μνημείου απορρώγες βράχους.
Ως προς τις ενστάσεις για λόγους εθνικού γοήτρου του τύπου «και τι είδους Ελληνες θα είμαστε με κινέζικη την Ακρόπολη», η απάντηση είναι ότι, πρώτον, έχουμε ήδη γίνει διεθνώς ρεζίλι των σκυλιών λόγω του σοβούντος αβάσταχτου χρέους (πανεπιστημιακή συνάδελφος, που κατά τα άλλη μοιάζει Σκανδιναβή, μου έλεγε ότι σε συνέδριο του Ιουνίου συνέτρωγε μια χαρά με δύο Νορβηγούς που, μόλις άκουσαν ότι είναι Ελληνίδα, άλλαξαν τραπέζι)· δεύτερον, ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε που την περικυκλώσαμε διά του αντεθνικού εφευρήματος της αντιπαροχής και ευτυχώς που αντιστάθηκε το Κράτος και κράτησε στις ύστατες ντάπιες την Πλάκα της Αρβανιτιάς – αλλιώς θα είχαμε σήμερα εκεί ψηλά και πλάι στο Ερεχθείον οκταώροφο με μαγευτική θέα στον Σαρωνικό.
Τρίτο και γενικευτικό, αν συλλογιστούμε πάνω στη στάση μας έναντι των μνημείων, των μουσείων μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι η εκατονταετής παραχώρηση στους Κινέζους είναι παρωνυχίς· χώρια ότι, εφόσον έχουμε ξεχρεώσει, θα μπορέσουμε να εκδώσουμε επιτέλους κάναν αρχαίο Ελληνα συγγραφέα κι εμείς οι απόγονοι οι έρμοι, όπως το έχουν κάμει πολύ πριν από εμάς οι Αγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί και άλλοι. Διότι απόγονοι μόνο με γιαπωνέζικα τζιπ και με ενδυμασίες εισαγωγής είναι λειψοί απόγονοι.
Και επειδή θα έχουμε γλυκαθεί, προεξοφλώ ότι το 2111 θα ζητήσουμε την ανανέωση της παραχώρησης για μια δεύτερη εκατονταετία. Ή για να κλείσουμε με τους στίχους του Εγγονόπουλου από το «Τραμ και Ακρόπολις», όπου συνείρεται ο κόκκινος καπιταλισμός της Κίνας με τα πράσινα ελληνικά φύλλα:
Τι θλίψη θα ήτανε – Θε μου – / τι θλίψη/ αν δεν με παρηγορούσε την καρδιά/ η ελπίδα των μαρμάρων/ κι η προσδοκία μιας λαμπρής αχτίδας/ που θα δώσει νέα ζωή/ στα υπέροχα μνημεία / απαράλλαχτα όπως/ ένα κόκκινο λουλούδι/ μες σε πράσινα φύλλα.
Του Μίμη Σουλιώτη / / στα ΝΕΑ
Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου