Ο ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΗΤΑΝ Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ ΜΙΑ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΘΕΜΕΛΗ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΥΟ Ή ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΑ «ΝΕΑ». ΕΚΕΙ, Ο ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΦΕΡΟΤΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΥΡΗΜΑ
Πρόκειται για μια επιστολή που είχε στείλει ο Μεγάλος Ραββίνος της Ιερουσαλήμ στον βασιλιά της Σπάρτης Λυκούργο- όχι τον μυθικό νομοθέτη- για να του ζητήσει στρατιωτική βοήθεια εν ονόματι της συγγένειας που συνέδεε τους Σπαρτιάτες με τους Εβραίους. Τοποθετείται στον 2ο αιώνα π.Χ.- αν δεν κάνω λάθος-, εποχή παρακμής της μεγάλης στρατιωτικής δύναμης και δεν είναι πρώτη φορά στην ιστορία της που η Σπάρτη προσφέρει τις υπηρεσίες της σε όποιον έχει τη δυνατότητα να την ανταμείψει.
Το σημαντικό στοιχείο του ευρήματος έγκειται στην επίκληση της συγγένειας, αναφορά η οποία απ΄ ό,τι έμαθα εκ των υστέρων υπάρχει και στο ....
... δεύτερο βιβλίο των Μακκαβαίων. Για μια ακόμη φορά θα πω ότι δεν είμαι ούτε αρχαιολόγος, ούτε ιστορικός, οι δε βιβλικές μου γνώσεις είναι εντελώς επιφανειακές. Οπότε δεν μπορώ να κρίνω την αξία του ευρήματος. Εμπιστεύομαι το κύρος της υπογραφής του Πέτρου Θέμελη.
Εκείνο όμως που μπορώ να κρίνω είναι την αντίδραση όσων ελληνοπρεπέστατων θα άκουγαν ή θα διάβαζαν περί συγγενικών δεσμών της Σπάρτης με την Ιερουσαλήμ. Σκάνδαλο είπατε; Είναι δυνατόν κάποιος να υποστηρίζει πως το άδυτο των αδύτων του Ελληνισμού, η κοιλάδα του Ευρώτα, μπορεί να έχει σχέση με ό,τι πιο ξένο προς την Ελλάδα και τον πολιτισμό της;
Το εύρημα ανήκει στο εργαστήριο του ιστορικού. Η αντίδραση όμως μας αφορά όλους. Όλους όσοι, εν πάση περιπτώσει, τη Μεγάλη Παρασκευή ψέλνουν ακολουθώντας τον Επιτάφιο το «ους έθρεψε το μάννα εκίνησαν την πτέρναν κατά του ευεργέτου». Υπέροχη μουσική, δεν χωράει αμφιβολία, πλην όμως λόγια που σε βάζουν σε σκέψεις για το κοινωνικό υποσυνείδητο που έχει οργώσει η θρησκεία μας και η παιδεία μας.
Για τη θρησκεία μας δεν έχω πολλά να πω. Τα έχουν πει άλλοι καλύτερα από μένα και για τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και για την κατήχηση που γίνεται, υπό το πρόσχημα του μαθήματος θρησκευτικών, στα σχολεία. Για την παιδεία μας απλώς αναρωτιέμαι γιατί ποτέ δεν μας μίλησε κανείς για τη μεγάλη εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ή για το γεγονός ότι το Αριστοτέλειο έχει χτιστεί πάνω στο εβραϊκό νεκροταφείο, για τις σεφαραδίτικες επιρροές, για τη σχέση των δύο κοινοτήτων στην κοσμοπολίτικη Πόλη κτλ. κτλ. Λες και ποτέ δεν υπήρξαν, όπως εκείνα τα «απωθημένα» κατά Φρόιντ τραύματα που διέγραψε η συνείδηση και τα έθαψε στο χώμα της ψυχής.
Το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι κάποιοι προσπάθησαν να κάψουν τη συναγωγή των Χανίων. Κύτταρα μισαλλοδοξίας αναπτύσσονται σε όλες τις κοινωνίες και, σε πείσμα του Διαφωτισμού, καμία παιδεία δεν είναι αρκετή για να εξαλείψει την εγκληματική βλακεία από το ανθρώπινο σύμπαν. Το διαπιστώνουμε καθημερινά.
Το αξιοσημείωτο δεν είναι καν ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν φρόντισε να προστατεύσει τον ιερό χώρο για να αποφευχθεί η δεύτερη απόπειρα εμπρησμού του μέσα στον ίδιο μήνα. Ελάτε τώρα! Εδώ τα παιδιά με το φραπεδάκι και το κινητό στο αυτί δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τον πέριξ του ναού της Δημοκρατίας χώρο. Μόνον την Ηρώδου του Αττικού ξέρουν να κλείνουν για να προστατευθούν οι ίδιοι κατά τη διάρκεια της νυχτερινής τους βάρδιας.
Αξιοσημείωτη, αντιθέτως, είναι η χλιαρή θερμοκρασία των αντιδράσεων που ακολούθησαν τις δύο απόπειρες εμπρησμού, όπως και τις βεβηλώσεις τάφων στο νεκροταφείο των Ιωαννίνων. Και δεν αναφέρομαι στην ιστορική αξία των βιβλίων που καταστράφηκαν. Και κανένα βιβλίο να μην είχε καεί το συμβολικό βάρος του εγκλήματος παραμένει το ίδιο.
Το επιχείρημα είναι γνωστό. Εμείς οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους Γερμανούς και τους Γάλλους στον Μεσοπόλεμο, δεν είχαμε ποτέ οργανωμένο αντισημιτισμό. Ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να αισθανόμαστε ένοχοι και δικαιούμεθα να κρατάμε την παροιμιώδη ψυχραιμία μας απέναντι σε τέτοιες «λεπτομέρειες». Εξάλλου δεν είμαστε και ρατσιστές, όπως οι άλλοι, οπότε δικαιούμεθα να στοιβάζουμε σε ανθρώπινες χωματερές τους μετανάστες που έρχονται να μας πάρουν την μπουκιά από το στόμα μας. Να θυμίσω απλώς, έτσι για την ιστορία, ότι μετά τη δεκαετία του ΄70 η ελληνική πολιτική σκηνή μπορούσε να επαίρεται ότι είχε διαγράψει την ακροδεξιά. Δεν είχε εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο, όπως σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, και γενικά ήταν καταδικασμένη και καταδικαστέα στο περιθώριο. Έτσι είχαμε όλοι το δικαίωμα να μη δίνουμε σημασία στον τυφλό εθνικισμό ορισμένων πολιτικών μας, από τη Δεξιά έως την άκρα Αριστερά, σε ρατσιστικές δηλώσεις που θα τις ζήλευε οποιοσδήποτε Ευρωπαίος ακροδεξιός και, τις περισσότερες φορές, δεν θα τολμούσε να τις κάνει.
Και «νάτη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει!». Ήρθε ο Χριστόδουλος και μάγεψε το χριστεπώνυμο πλήρωμα, ήρθε ο ΛΑΟΣ φιλοδοξώντας να γράψει ιστορία, για να μη μιλήσω για το «υπουργείο Οικογένειας» που μας ετοιμάζει ο μακεδονομάχος αν και όταν εκλεγεί ή την εθνικιστική ακράτεια του Μίκη Θεοδωράκη.
/ του Τάκη Θεοδωρόπουλου στα "ΝΕΑ" /
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου