Το νοµοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης «για την καταπολέµηση ορισµένων µορφών και εκδηλώσεων ρατσισµού και ξενοφοβίας µέσω του Ποινικού Δικαίου» προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι ο ποινικός κολασµός της δηµόσιας έκφρασης απόψεων, ακόµα και ρατσιστικών, δεν
συνιστά αποδεκτό περιορισµό της ελευθερίας της έκφρασης. Αλλοι (ακόµα και ιεράρχες) αντιδρούν στην επέκταση της προστασίας σε ορισµένες ευάλωτες οµάδες. Αλλοι, τέλος, µεταξύ τους στόχοι ρατσιστικών συµπεριφορών ζητούν διεύρυνση του νόµου και αυστηρότερες ποινές.
Η συζήτηση δεν γίνεται εν κενώ: από τα διεθνή νοµοθετικά κείµενα για την καταπολέµηση του ρατσισµούαπορρέουν συγκεκριµένες υποχρεώσεις. Η διεθνής σύµβαση «περί καταργήσεως πάσης µορφής φυλετικών διακρίσεων» επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να καθιστούν ποινικά κολάσιµη κάθε προπαγανδιστική ενέργεια, καθώς και τη συµµετοχή σε οργάνωση που βασίζεται σε ιδέες ή θεωρίες περίανωτερότητας µιας φυλής ή οµάδας προσώπων ενός χρώµατος ή εθνολογικής προέλευσης ή που προσπαθούν να δικαιολογήσουν ή να προαγάγουν το φυλετικό µίσος, κάθε µορφής διάκριση, έως και πράξεις βίας.
Η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των φυλετικών διακρίσεων έχειµάλιστα κρίνει ότι είναι αποδεκτός ο περιορισµός της ελευθερίας της έκφρασης για δηλώσεις οιοποίες βασίζονται στη φυλετική ανωτερότηταή το ρατσιστικό µίσος.
Ο γράφων διατηρεί σοβαρές προσωπικές επιφυλάξεις για τους περιορισµούς στηνελεύθερη έκφρασηακόµα και των πλέον απεχθών απόψεων. Ανεξαρτήτως όµως προσωπικών σταθµίσεων, αναντίρρητα τουπουργείο νοµοθετεί ως όφειλε, µε σκοπό τη συµµόρφωση µε απόφαση - πλαίσιο του Συµβουλίου της 28/11/2008. Είναι µάλιστα συνετή η επιλογή του νοµοθέτη να συνδέσει τοαξιόποινο µε συγκεκριµένηδιακινδύνευση έννοµων αγαθών.
Η παραδοχή αυτή συνοδεύεται ωστόσο από κάποιους προβληµατισµούς. Ο ποινικός έλεγχος της ρητορικής του µίσους µπορεί να νοηθεί µόνο ως µέσο καταπολέµησης της έµπρακτης εκδήλωσης αυτού του µίσους. Δύσκολα δηλαδή θα συζητούσαµε περί ποινικοποίησης του ρατσιστικού λόγου αν δεν υπήρχε η ρατσιστική βία.
Αν η Πολιτεία δίωκε συστηµατικά το ρατσιστικό έγκληµα, αλλά αυτό συνεχιζόταν διότι το τροφοδοτούσε η ρητορική του µίσους, σχετικά πιο δύσκολα θα µπορούσε κανείς να εµµείνει στην υπεράσπιση της απόλυτης ελευθερίας της έκφρασης.
Οταν όµως παρατηρείται αδράνεια στη δίωξη της πράξης, τότε η ίδια ηβάση της απόφασης - πλαισίου καθίσταται προβληµατική. Κάτι τέτοιο είναι σαν να αναζητούµε πιθανούς ηθικούς αυτουργούς, ενώ αφήνουµε στο απυρόβλητο τον φυσικό αυτουργό.
Στη χώρα µας, τα εγκλήµατα µε ρατσιστικό κίνητρο όχι µόνο συνήθως δεν εξιχνιάζονται, αλλά ούτε καν καταγράφονται ως τέτοια. Δεκάδες κακουργηµατικές πράξεις εις βάρος της ζωής και της σωµατικής ακεραιότητας προσώπων, «αντιφρονούντων» ή αλλοδαπών µένουν στο σκοτάδι.
Πάσχει λοιπόν η δίωξη του ρατσιστικού εγκλήµατος, για την οποία µάλιστα δεν αξιοποιείται ούτε το υπάρχον οπλοστάσιο: η γνωστή πολιτική οργάνωσηπου «χρυσαυγάζει» στους δρόµους των πόλεών µας δεν διαθέτει άραγε χαρακτηριστικά εγκληµατικής οργάνωσης του άρ. 187 Π.Κ.;
Και όµως, ποτέ δεν έχει αυτή – και άλλα παρόµοια µορφώµατα – αντιµετωπιστεί ως αυτό που πραγµατικά είναι: καλά δοµηµένες συλλογικότητες, µε στρατιωτικού τύπου ιεραρχία, µε διάρκεια, µε συµµετοχή πλέον των τριών προσώπων, από µέλη των οποίων συστηµατικότατα όχι απλώς επιδιώκονται αλλά αποδεδειγµένα εκτελούνται οργανωµένα και µε πειθαρχία απόπειρες ανθρωποκτονίας, επικίνδυνες σωµατικές βλάβες, εµπρησµοί εις βάρος χώρων λατρείας, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.ο.κ.
Ακόµα και υψηλόβαθµα στελέχη τέτοιων οργανώσεων έχουν καταδικαστεί αµετακλήτως για κακουργηµατικές πράξεις (απόπειρες ανθρωποκτονίας) που τέλεσαν υπό την ιδιότητα του µέλους, χωρίς αυτό να επηρεάσει στο παραµικρό τον τρόπο που αντιµετωπίζεται από την Πολιτεία η ίδια η οργάνωσή τους.
Εν κατακλείδι, η ελλειµµατική ποινική αντιµετώπιση των πράξεων ρατσιστικής βίας µεταθέτει υπερβολικό βάρος στο νέο νοµοσχέδιο. Αυτό εκµεταλλεύεται ο χώρος της εξτρεµιστικής Δεξιάς και συσπειρώνεται υπό το πρόσχηµα ότι τελεί υπό δίωξη. Ενώ, λοιπόν, πολλές πράξεις ρατσιστικής βίας µένουν ατιµώρητες, όσοι τις διαπράττουν εκµεταλλεύονται τον νέο νόµο για να ισχυριστούν ότι δεν τους αφήνουµε να µιλήσουν!
Κωστής Παπαϊωάννου
Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώµατα του Ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου