Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να ξεπεράσει τους αρχικούς ενδοιασμούς και να διατάξει στρατιωτική επιχείρηση κατά των δυνάμεων του Καντάφι διαδραμάτισαν τρεις κυρίες: η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, η πρέσβειρα στα Ην. Εθνη Σούζαν Ράις και η
πρώην ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νυν μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Σαμάνθα Πάουερ, οι οποίες υποστήριξαν ότι δεν μπορούσαν να παραμείνουν οι ΗΠΑ παθητικοί θεατές άλλης μιας εξελισσόμενης ανθρωπιστικής τραγωδίας.
Η Λιβύη ανέδειξε διαφορετικές και ενίοτε αντικρουόμενες προσεγγίσεις. Ο υπ. Αμυνας και πρώην αρχηγός της CIA Ρόμπερτ Γκέιτς υποστήριξε ότι στη Λιβύη δεν διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και σημείωσε πως οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις δεν αντέχουν να πρωταγωνιστούν ταυτόχρονα σε τρία μέτωπα (Αφγανιστάν, Ιράκ και Λιβύη), άποψη με την οποία συντάχθηκαν ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Τομ Ντόνιλον και ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζον Μπρέναν.
Ο τελευταίος τόνισε, επίσης, ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν σαφή εικόνα για τους αντικαθεστωτικούς και δεν απέκλεισε ακόμη και το ενδεχόμενο να υπάρχουν στους κόλπους των ανταρτών στοιχεία της Αλ Κάιντα.
Ο τελευταίος τόνισε, επίσης, ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν σαφή εικόνα για τους αντικαθεστωτικούς και δεν απέκλεισε ακόμη και το ενδεχόμενο να υπάρχουν στους κόλπους των ανταρτών στοιχεία της Αλ Κάιντα.
Ομως, τελικά υπερίσχυσε η άποψη ότι θα πρέπει να αποτραπεί μια διαφαινόμενη γενοκτονία. Η Σούζαν Ράις ήταν υπεύθυνη για την Αφρική στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της κυβέρνησης του Μπιλ Κλίντον και, όπως και ο πρώην πρόεδρος, φέρει βαρέως το γεγονός ότι το 1994 οι ΗΠΑ δεν επενέβησαν για να αποτρέψουν τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ και η διεθνής κοινότητα έπρεπε να σταματήσουν τις δυνάμεις του Καντάφι πριν να είναι αργά και έπειτα από επίπονη προσπάθεια εξασφάλισε την αναγκαία πλειοψηφία στο Σ. Α. υπέρ του ψηφίσματος 1973, που έδωσε το «πράσινο φως» για την επιχείρηση, αλλά και τη διεθνή νομιμοποίηση που απαιτούσε ο πρόεδρος Ομπάμα.
Υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ και η διεθνής κοινότητα έπρεπε να σταματήσουν τις δυνάμεις του Καντάφι πριν να είναι αργά και έπειτα από επίπονη προσπάθεια εξασφάλισε την αναγκαία πλειοψηφία στο Σ. Α. υπέρ του ψηφίσματος 1973, που έδωσε το «πράσινο φως» για την επιχείρηση, αλλά και τη διεθνή νομιμοποίηση που απαιτούσε ο πρόεδρος Ομπάμα.
Τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στον κ. Ομπάμα είχε η στενής συνεργάτις του Σαμάνθα Πάουερ, πρώην δημοσιογράφος που κάλυψε τον πόλεμο στη Βοσνία και είχε τότε επικρίνει τις ΗΠΑ για την καθυστερημένη εμπλοκή τους.
Βραβευμένη με Πούλιτζερ για το βιβλίο της «Ενα πρόβλημα από την κόλαση», που αναφέρεται στη γενοκτονία, η Πάουερ τόνισε πρόσφατα ότι εάν οι ΗΠΑ δεν επενέβαιναν να αποτρέψουν μια διαφαινόμενη γενοκτονία στη Βεγγάζη, η παθητική στάση τους θα αποτελούσε «μια μαύρη κηλίδα στη συλλογική μας συνείδηση».
Ο διευθυντής της Human Rights Watch την περιγράφει ως «την ισχυρότερη φωνή στην κυβέρνηση Ομπάμα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Ο Μπαράκ Ομπάμα την προσέγγισε το 2005, όταν διάβασε το βιβλίο της, και από τότε βρίσκεται στο πλευρό του, την τελευταία διετία ως μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Η Χίλαρι Κλίντον ήταν πιο συγκρατημένη, αλλά όταν οι δυνάμεις του Καντάφι άρχισαν να προελαύνουν κατά της Βεγγάζης, τάχθηκε και αυτή υπέρ της άμεσης ανάληψης δράσης, σε συνεργασία με συμμάχους και, κυρίως, αραβικές χώρες με τους ηγέτες των οποίων διατηρεί διαύλους επικοινωνίας που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι.
Ως Πρώτη Κυρία τη δεκαετία του ’90, είχε υποστηρίξει την παρόμοια προσέγγιση του Μπιλ Κλίντον στα Βαλκάνια.
Βραβευμένη με Πούλιτζερ για το βιβλίο της «Ενα πρόβλημα από την κόλαση», που αναφέρεται στη γενοκτονία, η Πάουερ τόνισε πρόσφατα ότι εάν οι ΗΠΑ δεν επενέβαιναν να αποτρέψουν μια διαφαινόμενη γενοκτονία στη Βεγγάζη, η παθητική στάση τους θα αποτελούσε «μια μαύρη κηλίδα στη συλλογική μας συνείδηση».
Ο διευθυντής της Human Rights Watch την περιγράφει ως «την ισχυρότερη φωνή στην κυβέρνηση Ομπάμα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Ο Μπαράκ Ομπάμα την προσέγγισε το 2005, όταν διάβασε το βιβλίο της, και από τότε βρίσκεται στο πλευρό του, την τελευταία διετία ως μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Η Χίλαρι Κλίντον ήταν πιο συγκρατημένη, αλλά όταν οι δυνάμεις του Καντάφι άρχισαν να προελαύνουν κατά της Βεγγάζης, τάχθηκε και αυτή υπέρ της άμεσης ανάληψης δράσης, σε συνεργασία με συμμάχους και, κυρίως, αραβικές χώρες με τους ηγέτες των οποίων διατηρεί διαύλους επικοινωνίας που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι.
Ως Πρώτη Κυρία τη δεκαετία του ’90, είχε υποστηρίξει την παρόμοια προσέγγιση του Μπιλ Κλίντον στα Βαλκάνια.
Πολυμερής συνεργασία
Ο Αμερικανός πρόεδρος προέβη τελικά σε μια σύνθεση απόψεων, η οποία σχηματοποιεί τις παραμέτρους της εξωτερικής του πολιτικής: οι ΗΠΑ έχουν την υποχρέωση να παρεμβαίνουν με σκοπό να αποτρέπουν ανθρωπιστικές τραγωδίες και να διασφαλίζουν την περιφερειακή ασφάλεια, όμως, εάν δεν απειλούνται ζωτικά τους συμφέροντα, δεν θα ενεργούν μονομερώς, αλλά μόνο σε συνεργασία με συμμάχους και εταίρους. Ο κ. Ομπάμα, ο οποίος ήταν αντίθετος στον πόλεμο του Ιράκ, παίρνει αποστάσεις από την πολιτική του προκατόχου του.
Η τελική απόφαση για τη στρατιωτική εμπλοκή ελήφθη μετά τη διασφάλιση της υποστήριξης του Αραβικού Συνδέσμου και τη δέσμευση αραβικών κρατών ότι θα συμμετείχαν ενεργά στην επιχείρηση για την οποία ο κ. Ομπάμα επέμεινε ότι έπρεπε να είναι σύντομη. Η πλειοψηφία των Αμερικανών περιέγραψε την προσέγγιση του προέδρου των ΗΠΑ ως προσεκτική και συναινετική.
/ / Του Αθανασιου Ελλις / / Καθημερινή / /
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου