Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Η Ντόρα, η Κρήτη, και η ηγεμονία στην Κεντροδεξιά

Το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών στην περιφέρεια Κρήτης ήταν αναμφίβολα -ένα- από τα πιο ενδιαφέροντα της βραδιάς του α΄ γύρου των περιφερειακών εκλογών. Αυτό είτε κάποιοι εστιάζονται απλώς στην παραπολιτική είτε ενδιαφέρονται να εξάγουν ουσιαστικά συμπεράσματα για το πολιτικό σύστημα, και ιδιαίτερα για την πορεία και την ‘ψυχή’ της... καταταλαιπωρημένης κεντροδεξιάς.
Στην Κρήτη, ο υποψήφιος που υποστηριζόταν από την Ντόρα Μπακογιάννη -και κανέναν άλλον- ήρθε δεύτερος, εκτοπίζοντας τον αντίστοιχο υποψήφιο της ΝΔ στην τρίτη θέση. Αυτό όχι σε έναν -έστω μεγάλο- νομό, αλλά σε μια ολόκληρη περιφέρεια, (από τις 13 που έχει ο Καλλικρατικός χάρτης), είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς να έχει προηγούμενο στον μεταπολιτευτικό (έστω και απλώς αυτοδιοικητικό) εκλογικό χάρτη της χώρας.
Τα ΜΜΕ -ξέρετε, τα ίδια που δυο μέρες πριν την ανακοίνωση του συνδυασμού του Δημήτρη Γιαννουλάκη έλεγαν ότι η Ντόρα Μπακογιάννη «το σκέφτηκε και είδε ότι δεν της βγαίνουν τα κουκιά»- αντιμετώπισαν την εξέλιξη με “σιγαστήρα” -ήτοι από αδιάφορα έως διανθίζοντας την με σχόλια “ε, εάν δεν τα κατάφερνε και στην Κρήτη θα ’πρεπε να αφήσει την πολιτική και να πάει σε μοναστήρι”, ή αποδίδοντας το αποτέλεσμα “στις άπειρες κουμπαριές του Μητσοτακέικου” στο νησί. (Παράλληλα μαρτυρούσαν για την αντικειμενικότητα της προσέγγισής τους σε ότι έχει σχέση με την οικογένεια Μητσοτάκη υποβιβάζοντας την είδηση της πανηγυρικής εκλογής του Κώστα Μπακογιάννη από τον πρώτο γύρο στον Δήμο Καρπενησίου, που ως γεγονός όλη τη βραδιά προβλήθηκε αποκλειστικά από τις καρτέλες με τα αποτελέσματα από τους διάφορους δήμους της χώρας που έτρεχαν στις οθόνες -σαν να μην είχε δηλαδή χωριστά την παραμικρή πολιτική σημειολογία-, κάπου μετά τους κομβικής πολιτικής σημασίας δήμους Μεσσαπίων και Αρχαίας Ολυμπίας και πριν τον Δήμο Πύδνας). Οι δε αναγόμενες απευθείας στη Ρηγίλλης αντιδράσεις κυμάνθηκαν μεταξύ αμηχανίας και, ξανά, προσπάθειας υποτίμησης -είτε της σημασίας του γεγονότος, είτε του επιτεύγματος να έρθει ο υποψήφιος που υποστήριξε η Ντόρα Μπακογιάννη δεύτερος (με επιχειρήματα του στυλ ότι το αντίθετο “θα ήταν σαν να κατέβαινε ο Αντώνης μόνος του στη Μεσσηνία και να μην ερχόταν δεύτερος”).
Το σύνολο αυτών των αντιδράσεων όμως δεν καταφέρουν να αποσοβήσουν ούτε τη σημασία του γεγονότος αυτού καθ’ αυτού, ούτε τι δύναται να σηματοδοτεί για τις πολιτικές εξελίξεις γενικότερα -και στην κεντροδεξιά ειδικότερα.
Καταρχήν τα αυτονόητα που οι πάντες έχουν ήδη παραδεχθεί και επισημάνει: Ο Δημήτρης Γιαννουλάκης κατέβηκε ανεξάρτητος, μη-υποστηριζόμενος από κανένα κόμμα (τουναντίον με συγκεκριμένο κόμμα που διακήρυττε urbi et orbi ότι θεωρεί την αποτυχία Γιαννουλάκη πιο σημαντική από την επιτυχία των δικών του υποψήφιων σε μια σειρά από περιοχές), χωρίς κομματικό μηχανισμό, υποδομές και χρηματοδότηση, χωρίς κομματική ταυτότητα ώστε να διεγείρει τον δέοντα κομματικό ‘πατριωτισμό’ σε αντίστοιχη ομάδα ψηφοφόρων, χωρίς ‘εξουσία’, είτε σε εθνικό είτε σε τοπικό επίπεδο, ώστε να υπόσχεται και να ανταλλάσει ‘χάρες’ με ψήφους.
Ναι, η Ντόρα Μπακογιάννη είναι από την πρώτη πολιτική οικογένεια στην Κρήτη. Και ναι, στις εσωκομματικές εκλογές απέσπασε πάνω από 90% σε κάθε έναν από τους 4 νομούς του νησιού. Αλλά η πολιτική υπόσταση της οικογένειάς της -όπως και της ίδιας ως τώρα- σαρκωνόταν, εδώ και 35 χρόνια, μέσα από ένα συγκεκριμένο κόμμα. Και πέρσι που σάρωσε στις εσωκομματικές εκλογές, είχε επίσης την υποστήριξη στην ουσία ολόκληρης της ΝΔ Κρήτης, από το σύνολο των βουλευτών μέχρι τις κομματικές οργανώσεις και τα στελέχη (εντάξει, πλην του Βολουδάκη..)
Σήμερα, δεν ίσχυε τίποτα απ’ αυτά. Κατ’ αρχάς δεν ήταν υποψήφια η ίδια -ή κάποιος απ’ την οικογένεια της. Δεύτερον, ούτε η ίδια ούτε ο υποψήφιος που στήριζε ανήκουν αυτή τη στιγμή στο συγκεκριμένο -ή σε οποιοδήποτε- κόμμα. Τρίτον, ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός που την είχε στο σύνολό του στηρίξει πέρσι, φέτος όχι μόνο δεν τη στήριζε, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος έδωσε μάχη επιβίωσης εναντίον της. Το σύνολο των βουλευτών που την στήριζαν πέρσι (πλην του Μαρκογιαννάκη), κομματικό σύστημα, ‘αναστήματα’ και τζάκια, την πολέμησαν λυσσαλέα.
Αυτό ακριβώς είναι το πρωτόγνωρο στην σημερινή επιτυχία της Ντόρας Μπακογιάννη στην Κρήτη. Πέρσι απέδειξε ότι στην Κρήτη ήταν πρώτη εντός του κόμματος. Φέτος απέδειξε ότι είναι πρώτη στην Κρητική κεντροδεξιά -ανεξαρτήτως κόμματος. Αυτό, όσο και να ‘παινεύουν’ εαυτούς κατά καιρούς τα μέλη των διαφόρων πολιτικών της χώρας, με ρίζες εντοπιότητας και δεσμούς με συγκεκριμένες περιοχές, για την ισχύ και την αγάπη που απολαμβάνουν στις εκλογικές τους περιφέρειες, δεν το έχει καταφέρει στο παρελθόν κανείς -με την εξαίρεση του Μητσοτάκη το 77 στα Χανιά. (Και για όποιον θυμάται, ο Αντώνης είχε όντως κατέβει κάποτε μόνος του στη Μεσσηνία -και μάλιστα με δικό του πανελλαδικό κομματικό σχήμα, όχι ‘αδέσποτα’-, και παρότι τα ποσοστά του ήταν ψηλότερα από τα πανελλαδικά, σε καμία στιγμή δεν πλησίασε καν το δεύτερο κόμμα στην περιφέρεια).
Η σημασία όμως του γεγονότος αυτού δεν εξαντλείται σε αυτά, ή ακόμα στην ‘μαγιά’ του ποσοστού που η προχθεσινή επίδοση Γιαννουλάκη στην Κρήτη υπόσχεται για το αυριανό κόμμα της κυρίας Μπακογιάννη. Πιο σημαντικοί είναι οι λόγοι που οδήγησαν στο αποτέλεσμα, και τι υποδηλώνουν, μαζί με την γενικότερη πολιτική εικόνα και την πασιφανή (και επίσης ποικιλοτρόπως από προχτές εξωραϊζόμενη από τα ΜΜΕ) αποτυχία της Νέας ΝΔ να ανακάμψει. Ο τρόπος που βιώνεται στις μέρες της κρίσης το κενό ανάμεσα στον παλαιοκομματικό λαϊκισμό και τις σημερινές -ψυχολογικές και υλικές- ανάγκες του Έλληνα ψηφοφόρου, είναι σίγουρα βασικό ανάμεσα στα αίτια που οδήγησαν στην προχτεσινή εικόνα των εκλογικών αποτελεσμάτων σε όλη τη χώρα. Συγκεκριμένα στην κεντροδεξιά, και συγκεκριμένα -αλλά όχι αποκλειστικά- στην Κρήτη, το κενό αυτό ήταν κενό και αδυναμία να ελκύσει η Νέα ΝΔ.
Ο μεταξύ συμπλεγμάτων, φοβιών και απωθημένων για εξουσία τρόπος που η σημερινή ηγετική ομάδα του κόμματος παίρνει αποφάσεις και χαράσσει πολιτικές, έχει σίγουρα να κάνει με την αποτυχία των τελευταίων να πείσουν. Η κορωνίδα όμως της αναποτελεσματικότητας Σαμαρά να μαζέψει τη βάση της κεντροδεξιάς, ώστε να πάει μετά και παραπέρα, είναι, όπως αποδεικνύεται, αναπόφευκτα συνάρτηση της συνολικής εικόνας (χαρακτήρα, ψυχολογίας, προσωπικής ιστορίας) που έχει γι’ αυτόν η βάση. Όπως οι πιο ψύχραιμοι παρατηρούσαν ήδη από πέρσι, στην εικόνα της αξιοπιστίας του Σαμαρά προς τους διεκδικούμενους ψηφοφόρους του (ή τουλάχιστον σημαντικού μέρους τους) και στην προσωπική σχέση του με το θυμικό (συνειδητό και υποσυνείδητό) τους, παραμένει χάσμα μέγα. Που με τις κατάλληλες -για τους αντιπάλους του- συνθήκες, επανέρχεται στην επιφάνεια, περισσότερο ή λιγότερο οξύ και διευρυμένο. Αυτό ΔΕΝ είναι μόνο θέμα Κρήτης, και ΔΕΝ είναι μόνο θέμα περιφερειακών -και άρα οπωσδήποτε δευτερεύουσας σημασίας- εκλογών. Η ρίζα της Κρητικής αποτυχίας της ΝΔ επικρέμεται και ως εν δυνάμει αίτιο πανελλαδικής αποτυχίας της. Όσα και όσοι την έκαναν αντιπαθή σε μερίδα των ψηφοφόρων της στην Κρήτη, την κάνουν το ίδιο (και μπορούν να την καταστήσουν ακόμη περισσότερο) μη-πειστική και αλλού. Όποιος έχει μάτια βλέπει.
Ταυτόχρονα, η προχτεσινή επιτυχία της Ντόρας Μπακογιάννη στην Κρήτη αποδεικνύει ότι υπάρχει στη γωνία αντίπαλο δέος στην κεντροδεξιά, που δύναται και σκοπεύει να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους τους οποίους και οι δύο διεκδικούν, αναδεικνύοντας ξανά και ξανά τα ‘ελλείμματα’ της σημερινής ΝΔ -και τα ηθικά μειονεκτήματα Σαμαρά για μερίδα αυτής της βάσης.
Οι λεπτομέρειες αυτής της εκλογικής εικόνας αποτελούν μια πραγματικότητα που όμως, εκτός από τη ΝΔ, πρέπει να εννοήσει πλήρως και σε βάθος χρόνου, και στο κείμενο και στο υστερόγραφό της, και η ίδια η Ντόρα Μπακογιάννη. Η επιτυχία στην Κρήτη βεβαιώνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να ακολουθηθεί η ίδια ‘συνταγή’ και στην στόχευση του ευρύτερου εκλογικού σώματος στη χώρα καθώς η ΝΜ θα προχωρά στην ίδρυση του νέου φορέα. Πρέπει δηλαδή:
- Πρώτα και κύρια, η αντιπαράθεση με τη Σαμαρική ΝΔ ενώπιον της βάσης του κόμματος (ενός κόσμου δηλαδή που αποτελούσε τη βάση πριν επιστρέψει, εντολή Καραμανλή, ο Σαμαράς στο κόμμα, καθώς και όσο εκείνος πειραματιζόταν περιφερόμενος και βρίζοντάς το) πρέπει να έχει χαρακτήρα που να μην παύει να υπενθυμίζει και να αναδεικνύει το ηθικό υστέρημα του Σαμαρά απέναντι στην παραταξιακή συνείδηση. Καθαρά πράγματα. Στην Κρήτη ο κόσμος, όταν έβλεπε την Ντόρα και τον Γιαννουλάκη, φώναζε επιδοκιμαστικά “εμείς προδότες δεν ψηφίσαμε ποτέ!”. Για ένα έστω κομμάτι του νεοδημοκρατικού κόσμου, η ιστορία του Σαμαρά του αφαιρεί σε μόνιμη βάση την έξωθεν καλή μαρτυρία της συνέπειας, και εμποδίζει το δέσιμο μαζί του. Αυτή όμως, θα είναι μία ροπή που πάντα θα αντιπαλεύεται -όπως άλλωστε είδαμε σε σημαντικό βαθμό και στην Κρήτη- από τα αντανακλαστικά κομματικού πατριωτισμού, νομιμότητας και αντιπασοκικού φρονήματος στα οποία ο ΝΔκράτης έχει μάθει να ανταποκρίνεται, και η Ρηγίλλης θα προσπαθεί ολοένα και περισσότερο να επενδύσει. Πρέπει, συνεπώς, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο φορέας που θα ιδρύσει να φέρουν με έντεχνο τρόπο τη συζήτηση για το 93 πίσω στην ατζέντα (μια συζήτηση που εν πολλοίς έμεινε, για πλειάδα λόγων, στις υποσημειώσεις της περσινής εσωκομματικής αναμέτρησης), ως την κορωνίδα ηθικής απονομιμοποίησης της ηγεσίας Σαμαρά (πλάι σε όλα τα σημερινά του υστερήματα και αποτυχίες).
- Δεύτερον, ο νέος φορέας πρέπει να μην απομακρυνθεί με επικίνδυνους πειραματισμούς από τη βούληση και το στόχο να εκφράζει πολιτικά όλο τον κόσμο που εκφράστηκε ιστορικά από την ΝΔ. Είναι σαφές ότι ο κόσμος στον οποίο στοχεύει και ο οποίος μπορεί να τον ψηφίσει είναι πρώτιστα κόσμος που θα συνεχίσει να ορίζεται στην ευρύτερη κεντροδεξιά. Δεν θα του είναι ελκυστικό ένα απροσδιόριστο -ή προσδιοριζόμενο κατά τις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες κάθε φορά- κέντρο. Στην Κρήτη, η Ντόρα Μπακογιάννη εξέφρασε κυρίως όσους δεν είναι ευχαριστημένοι από την παρούσα ΝΔ, και έψαχναν κάτι εγγύτερα στο κόμμα με το οποίο είχαν ιστορικά ταυτιστεί. Δεν επανατοποθετήθηκαν σε άλλο πολιτικό φάσμα.
-Τρίτον, και επόμενο, είναι ότι ο κόσμος που ψήφισε στην Κρήτη την επιλογή που υποστήριζε η Ντόρα Μπακογιάννη, ο οποίος, ξαναλέμε, ήταν κατά κύριο λόγο κόσμος ΝΔκρατικός που έψαχνε την παραταξιακή ‘αυθεντικότητα’ και ηθική αρτιότητα που του στερεί ο Σαμαράς, έχει συνηθίσει να ανήκει και να αποζητά κόμμα που θα είναι ‘ισοδύναμος παίκτης’ με τα υπάρχοντα. Που στοχεύει δηλαδή στην εξουσία, κατά προτίμηση αφ’ εαυτού -που δηλαδή είναι, ή θα είναι σε εύθετο χρόνο, κίνημα εξουσίας. Ακόμα όμως και αν οι μετεκλογικές συνεργασίες διακηρύσσονται πλέον ως μέρος της αναπόφευκτης πολιτικής ατζέντας, είναι σχεδόν σίγουρο ότι σε πανελλαδική κλίμακα οι ψηφοφόροι από την συγκεκριμένη ‘δεξαμενή’ που περιγράψαμε οι οποίοι βλέπουν με συμπάθεια το επερχόμενο εγχείρημα της Ντόρας Μπακογιάννη, θα απωθούνταν από την υποψία ότι αυτό θα αποσκοπεί κυρίως σε κυβερνητική συνύπαρξη με κόμματα από το χώρο της κεντροαριστεράς. Και η ΝΔ αναμένεται αντιστοίχως να επιχειρήσει την συσπείρωση της βάσης της με αυτό ακριβώς το επιχείρημα -ότι δηλαδή ο νέος φορέας θα λειτουργήσει ως ‘δεκανίκι’ των αντιπάλων.
Ας έχουμε στο νου μας πάντα ότι τα ευρύτερα στεγανά ‘δεξιά’-‘αριστερά’, οι Έλληνες ψηφοφόροι, αν κανείς παρατηρήσει την ιστορική εκλογική συμπεριφορά τους, δεν τα ξεπέρασαν ούτε σε στιγμές απείρως δεινότερες της σημερινής. Ο νέος φορέας -ανεξάρτητα από το πόσο ανατρεπτικός θα είναι στο πρόγραμμα και τις ρήξεις που θα διατίθεται να κάνει-, δεν πρέπει να θέσει τον παραδοσιακό Έλληνα ψηφοφόρο σε διλήμματα απογαλακτισμού από την πολιτική κουλτούρα με την οποία έχει μάθει για γενιές να αντιλαμβάνεται την πολιτική ζωή -γιατί αυτό η μεγαλύτερη μάζα των ψηφοφόρων θα το απορρίψει. Πρέπει να ‘παίξει’, και να τον κερδίσει, πολιτευόμενο μέσα σε αυτή την κουλτούρα, πείθοντας ότι μπορεί να προσφέρει στον οικείο ψηφοφόρο την ταύτιση που τα άλλα κόμματα -και ειδικά η ΝΔ- πλέον δεν μπορούν.
Άρα λοιπόν ο νέος φορέας πρέπει να εμφανίζεται ως φορέας εξουσίας, φορέας κεντροδεξιός που αντιτίθεται στο Πασόκ ως ταυτότητα και ιστορία, και φορέας που πλεονεκτεί έναντι της σημερινής ΝΔ σε θέματα αποτελεσματικότητας, εσωκομματικής ανοχής και δημοκρατικότητας, και -πρώτιστα- παραταξιακής ηθικής.
Όσο εξακολουθούν να διαφαίνονται η αδυναμία της Νέας ΝΔ να προτάξει ένα προφίλ που να την απεγκλωβίζει από την εικόνα της Καραμανλικής περιόδου διακυβέρνησης, η αποτυχία της νέας ηγεσίας να πείσει ότι η σήψη και η αποφορά από την οποία έφυγε τρέχοντας ο Ελληνικός λαός το 2009 δεν χαρακτηρίζει και την δική της εποχή όσο και την εποχή Καραμανλή, και οι συγκεχυμένες -και ανομολόγητες;- ιδεολογικές της προτεραιότητες και παλινδρομήσεις, θα διαιωνίζεται και η κρίση στην βασική ραχοκοκαλιά της κεντροδεξιάς. Ο εντός της κεντροδεξιάς εμφανιζόμενος νέος κύριος φορέας, που θα αρθρώνει λόγο υπεροχής σε αυτά τα σημεία, προτάσσοντας ταυτόχρονα αποτελεσματικά και τα προαναφερθέντα στοιχεία από την Σαμαρική ιστορία και διαχρονική παρουσία, θα εντείνει την κρίση εντός την ΝΔ, επιτείνοντας την ηθική απονομιμοποίηση της ηγεσίας της. Πράγμα που θα επιφέρει περαιτέρω συρρίκνωση.
Και έτσι, οι προχθεσινές εκλογές θα μοιάζουν να ήταν ο προάγγελος μιας κατάστασης που αντί για ‘total recall’, όπως προσπάθησαν να μας πούνε, θα θυμίζει μάλλον ότι η ηγεμονία στην κεντροδεξιά είναι το αντίθετο -αυτό ακριβώς που αποσιωπάται: up for grabs…

ΝΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :