Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Από το ημερολόγιο ενός "τυφεκιοφόρου"

Πρέπει να πέρασαν πολλά χρόνια από την στιγμή που είχε κληθεί προς στρατολόγηση. Η επιλογή του τότε ήταν προφανής. Και η πορεία του στο στράτευμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επιτυχής. Μια σειρά από νίκες με ισχυρότερο και πιο οργανωμένο αντίπαλο δεν είναι κάτι που ξεχνιέται εύκολα. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Χωρίς εκπλήξεις και παλινωδίες. Εικοσιοκτώ χρόνια, επίσημα, στρατευμένος. Εικοσιοκτώ χρόνια στα πεδία της μάχης πίσω από την ίδια σημαία. Εικοσιοκτώ χρόνια μνήμες.
Είχε μέσα του προεξοφλήσει ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να του αλλάξει τη ζωή. Ήταν τόσο σίγουρος που ούτε καν μπορούσε να το διανοηθεί. Η ανθρώπινη φύση σιχαίνεται τις εκπλήξεις. Βολεύεται στην θαλπωρή του δεδομένου. Επιζητεί την αδράνεια.

Ακόμη και την στιγμή που η ψυχή του υπόγραφε την παραίτησή του δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Σαν φάντασμα τριγυρνούσε στις αναμνήσεις του. Η υπογραφή μιας παραίτησης είναι εύκολη, η παραγραφή μιας ζωής δεν είναι απλή υπόθεση...Ακόμη και για τα φαντάσματα.

Από την άλλη ένοιωθε μια πρωτόγνωρη ελευθερία. Η κατάσταση στο στρατόπεδο τους τελευταίους μήνες είχε καταντήσει αποπνικτική. Είναι αλήθεια πως με τίποτα δεν μπορούσε να "χωνέψει" πως ο παλιός... λιποτάκτης επέστρεψε με δόξα και τιμή στη θέση του διοικητή. Πραγματικά απορούσε για τους συντρόφους του. Από την άλλη αμφέβαλλε και για τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί οι άλλοι μπόρεσαν να συγχωρήσουν; Γιατί η δική του καρδιά παρέμενε ψυχρή σαν πέτρα; Γιατί η συγνώμη δεν μπορούσε να την ζεστάνει; Γιατί ένοιωθε τόσο ξένος στο δικό του το "σπίτι"; Αδυνατούσε να απαντήσει. Τίποτα δεν ήταν πια γι' αυτόν προφανές. Η ζωή του είχε πάψει να είναι δεδομένη...

Με ξηλωμένα γαλόνια, με ξηλωμένες μνήμες, με ξηλωμένα όνειρα, φορτώθηκε το δισάκι του και βρέθηκε περιπλανώμενος στον δρόμο.

Ήταν το πρώτο πρωινό που θα ξυπνούσε χωρίς να ακούσει το πρωινό σάλπισμα, χωρίς να παρίσταται στην έπαρση της σημαίας. Ακόμη κι αν το σάλπισμα είχε προ πολλού αντικατασταθεί με ένα προ-μαγνητοφωνημένο "θόρυβο" και η σημαία είχε καεί το βράδυ ενός Δεκέμβρη...

Τώρα πια ήταν επίσημο: Ήταν μόνος του...

Και όμως η ψυχή του ένοιωθε ανάλαφρη. Η "έξοδός" του ήταν λυτρωτική. Ίσως γιατί είχε κουραστεί να ξυπνά με μαγνητοφωνημένα εμβατήρια και να "αναρτά" ανύπαρκτες σημαίες. Ίσως γιατί πίστευε πως το στρατόπεδο είχε αλωθεί, όχι από εξωτερικό εχθρό, αλλά από μέσα, από τους δικούς του φύλακες. Τα όνειρά του, οι ιδέες του, οι αρχές του είχαν εκπέσει. Όλα όσα πίστευε και για όσα είχε αγωνισθεί είχαν σιγά-σιγά εκφυλισθεί. Όσα είχε στρατολογηθεί για να τα πολεμήσει είχαν σταδιακά μετατραπεί σε δικές του αρχές. Σαν ένα δηλητήριο που εισχωρεί στο αίμα σου μέρα τη μέρα, σταγόνα-σταγόνα, μέχρι τον απόλυτο εθισμό, μέχρι του να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό.

Ένοιωσε πως οι πολλές μικρές του νίκες είχαν μετατραπεί σε μια μεγάλη ήττα. Χωρίς ποτέ να το καταλάβει κανείς...Ο εχθρός ήταν αποτελεσματικός...Είχε εισχωρήσει πρώτα στις ψυχές τους, είχε αλώσει τις αρχές τους, είχε ταριχεύσει τις ιδέες τους. Δεν χρειάσθηκε καν να δοθεί κάποια μάχη. Η ήττα ήρθε σαν λογική κατάρρευση, χωρίς κανείς να το καταλάβει, χωρίς να μπορέσει κανείς να αντιδράσει. Η ήττα ήταν η μόνη λογική επιλογή. Ήταν μια ήττα που πανηγυρίστηκε. Αυτή η ήττα έμοιαζε με νίκη, οι σύντροφοί του πίστευαν ότι ήταν μια μεγάλη νίκη.

Είναι σίγουρος πως κάποιοι μπορεί και να καταλάβαιναν το τι πράγματι συνέβη. Κάποιοι ίσως και να γνώριζαν πως ο εχθρός ήταν ήδη μέσα. Είναι γλυκιά όμως η θαλπωρή του στρατοπέδου. Και η ψευδαίσθηση της ασφάλειας γλυκύτερη. Άσε που πολλοί σύντροφοι του είναι πια στα γραφεία. Άλλοι κουράστηκαν και άλλοι ξέμαθαν να πολεμάνε. Πάνε πια οι εποχές της ιδεολογίας. Τα πάντα τα ορίζει το συμφέρον. Δεν είναι εποχές για μεγάλα ρίσκα, ούτε για μεγάλες νίκες.

Συμβιβαστήκαμε με την ήττα, γίναμε μέρος της, δεν μπορούμε καν να ζήσουμε χωρίς αυτή. Κάθε μέρα υποχωρούμε ένα μικρό βήμα. Αργά αλλά συστηματικά. Κάθε μέρα, χωρίς αντίσταση, χωρίς ντροπή. Η ζωή μας όλη είναι μια καθημερινή υποχώρηση, ένας ατιμωτικός συμβιβασμός, μια τελετή παράδοσης της σημαίας.

Σχεδόν, μονολογούσε, χαμένος μέσα στις σκέψεις του, περιφερόμενος χωρίς προορισμό. Δεν πρόλαβε ούτε καν να αποστρατευτεί...Δεν πρόλαβε ούτε καν να ακούσει το "ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσίαν του". Θα έχανε και την σύνταξη του. Και ήταν τόσο κοντά!

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Κοίταξε ψηλά. Τα τελευταία αστέρια αχνο-φαίνονταν καθώς ο ήλιος κυριαρχούσε στον ουρανό. Η ψυχή του λούσθηκε με τις πρώτες ηλιαχτίδες φορτίζοντάς τον με μια ανεξήγητη αισιοδοξία.

Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι επρόκειτο να συμβεί. Ένοιωθε πάντως πως το πρωινό παγωμένο αεράκι έφερνε μια απροσδόκητη είδηση. Μια ελπίδα ζωής. Ένα χαρμόσυνο σάλπισμα. Ήταν σίγουρος πως είχε πράξει το ορθό. Ανυπομονούσε να ζήσει...Ανυπομονούσε να δώσει τη δική του μάχη... Ανυπομονούσε να νικήσει μετά από χρόνια...Είχε αρχίσει να ξημερώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :