Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Η Θλιβερή Ελλάδα του Λάκη Λαζόπουλου

Το χειρότερο που βγαίνει από την εκπομπή του κ. Λαζόπουλου είναι μια Ελλάδα που δεν θέλει να ακούσει, να δει, να σκεφτεί όλα αυτά που έχουν συμβεί τα τελευταία 30 χρόνια. Παρερμηνεύει την έλλειψη αυτογνωσίας και αυτοκριτικής ως αντίσταση στο καθεστώς που η ίδια είναι.

Αν κάποιος προσπαθούσε να καταλάβει τους Έλληνες παρακολουθώντας μόνο τις εκπομπές του Λάκη Λαζόπουλου θα ανακάλυπτε ξαφνικά μια νέα, περίεργη κοινωνία ανθρώπων. Αυτή η κοινωνία αποτελείτε από μια μεγάλη πλειοψηφία ανύποπτων αλλά ταυτόχρονα πολύ υποψιασμένων πολιτών. Ανύποπτοι όταν συμμετέχουν ενεργά, και ορισμένες φορές με ζήλο, στις διάφορες παθογένειες της κοινωνίας. Ανύποπτοι όταν δηλώνουν την θάλασσα ως αμπέλι, όταν τσιμεντώνουν καμένα δάση, όταν ασύστολα φοροκλεβουν, όταν επίμονα και επανειλημμένα απαιτούν από τον πολιτικό τους διορισμό στο δημόσιο. Ανύποπτοι όταν όντας στο δημόσιο απαιτούν μέσο των συνδικαλιστών από το ίδιο πολιτικό συνθήκες θεσμοποιημένης αργομισθίας και σύνταξη στα 50.
Κάποτε έρχονται οι συνέπειες όλων αυτών και τότε οι μέχρι τότε ανυποψίαστοι πολίτες αυτόματα μετατρέπονται στους πιο υποψιασμένους λαούς της ανθρωπότητας. Υποψιασμένοι όχι φυσικά για τις βαθύτερες αιτίες της ελληνικής κακοδαιμονίας, αλλά πάντοτε έτοιμοι να βρουν τους ενόχους σε κάποια ντόπια και ξένα κέντρα αποφάσεων. Μπορεί μέχρι πρότινος να ξημεροβραδιάζονταν σε γραφεία πολιτικών για έναν διορισμό ή για ένα ρουσφέτι που θα παρέκαμπτε κάποιο νόμο, αλλά τώρα αυτός ο πολιτικός είναι απατεώνας που φέρνει απίστευτα δεινά στους κατά τα άλλα αθώους και αγαθούς ψηφοφόρους του. Τώρα τα λεγόμενα λαμόγια πρέπει να μας πουν που πήγαν τα λεφτά, αλλά είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι χθες η μεγάλη πλειοψηφία τα είχε ως ......

....... το κορυφαίο κοινωνικό πρότυπο της μεταπολίτευσης. Στα 30 χρόνια της Αλλαγής οι ανυποψίαστοι εξύμνησαν την αρπαχτή και τώρα οι υποψιασμένοι αγνοούν την τύχη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Φαίνεται ότι το 1981 εκατομμύρια μικρών Λαζόπουλων βγήκαν από τη χώρα για περίπατο, επέστρεψαν το 2010 και βρήκαν το σπίτι ανάστατο και αναρωτιούνται τι έγινε. Αυτοί δεν φταίνε, αυτοί δεν συμμετείχαν, φταίει το λαμόγιο, αυτός κερδοσκόπος, ο κ. Κανείς.

Ο κ. Λαζόπουλος ασυνείδητα έχει γίνει ο πλέον καθεστωτικός προπαγανδιστής της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η εξουσία είχε πάντα του κολακές της, το διαφορετικό της κολακείας του κ. Λαζόπουλου είναι ότι απευθύνεται σε εκατομμύρια. Όπως πολλά άλλα τις τελευταίες δεκαετίες, π.χ. η διαφθορά, έτσι και η κολακεία μαζικοποιήθηκε και έγινε ένα ακόμα λαϊκό κεκτημένο. Μια κολακεία που φυσικά δεν άρχισε από τους κωμικούς αλλά με τους πολιτικούς της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Είναι αυτοί που αρνήθηκαν να που την αλήθεια στον ελληνικό λαό για να μην τους αποκαλέσουν νεοφιλελεύθερους και αντιλαϊκούς. Ήταν οι ίδιοι που στο φόβο του πολιτικού κόστους άρχισαν να δανείζονται από το τώρα για να πληρώσουν τα «ώριμα συντεχνιακά δικαιώματα» του χθες. Το πρώτιστο έγκλημα της ελληνικής πολιτικής τάξης στην μεταπολίτευση δεν είναι η διαφθορά της, αλλά η αδυναμία που έχει να συμπεριφέρεται στον ελληνικό λαό σαν γονέας κακομαθημένου παιδιού. Θα περίμενε κανείς ότι ο κ. Λαζόπουλος θα αναγνώριζε τους πολιτικούς που έστω και ανεπιτυχώς, μερικές φορές προσπάθησαν να πουν την αλήθεια στον ελληνικό λαό, όπως οι πρώην πρωθυπουργοί Μητσοτάκης και Σημίτης. Ο κ. Μητσοτάκης έστω και καθυστερημένα προσπάθησε κάπως να αλλάξει τα πράγματα, ενώ ο κ. Σημίτης, μόνο και μόνο επειδή το προσωπικό του στυλ ήταν τόσο διαφορετικό από την πληθωρική και μεγαλομανή δημαγωγία του προκατόχου του, ήταν πάντα κάτι σαν ξένο σώμα μέσα στο κόμμα του. Στην Ελλάδα του άκρατου λαϊκισμού, ακόμα και η στιλιστική διαφορετικότητα του κ. Σημίτη ανησυχούσε το κρατικοδίαιτο καθεστώς. Ο κ. Λαζόπουλος προβάλει τους πιο λαϊκιστές πολιτικούς ως τους πιο επαναστάτες. Χρειάζεται κάποιος που έχει κοινή λογική ισχυρές δόσεις ευπιστίας για να πιστέψει ότι αυτοί που υπόσχονται ευημερία με τα λεφτά των κατά τα άλλα κακών κερδοσκόπων είναι ριζοσπάστες, καινοτόμοι και όχι ότι απλά επαναλαμβάνουν τα γνωστά κλισέ μιας χρεοκοπημένης μεταπολίτευσης.
Όσο περνάει ο καιρός το Αλ Τσαντίρι Νιούζ γίνεται όλο και περισσότερο πολιτικό και λιγότερο χιουμοριστικό. Είναι κάτι αναπόφευκτο μιας και το χιούμορ προϋποθέτει μια κριτική απόσταση από ανθρώπους και καταστάσεις. Η πολιτική παρέμβαση που επιχειρεί ο κ. Λαζόπουλος καταργεί αυτή την απόσταση. Δεν είναι τυχαίο που τελευταία υπάρχει τόση έντονη ανάγκη να χρησιμοποιεί ανέκδοτα από διάφορες πηγές και όχι δικά του χιουμοριστικά σχόλια. Βέβαια συνεχίζει να χρησιμοποιεί και την παλαιότερη συνταγή, να βάζει λεζάντα στα πιο γελοία και ασήμαντα γεγονότα της τηλεόρασης. Εκεί ο κ. Λαζόπουλος σαν κλασσικός νεοέλληνας λειτουργεί ως ένας ακόμη μεταπράτης, ανακυκλώνοντας την υποκουλτούρα της ελληνικής τηλεόρασης.

Στην τελευταία εκπομπή (11/5) προσπαθώντας να εξηγήσει τον φόνο των τριών υπαλλήλων της Marfin το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπονοήσει προβοκάτσια αφού πρώτα πέταξε ένα να δούμε και να διαλευκανθεί η υπόθεση. Αμέσως μετά την σύντομη εισαγωγή που σκοπό είχε να τον καλύψει σε περίπτωση που οι φονιάδες προέρχονται από την αριστερά, άρχισε να μιλάει για προσπάθεια σκοτεινών κέντρων ώστε «να μην μπορούμε να ανοίξουμε την πόρτα να πάμε στην πορεία.» Αυτό σε μια πόλη όπου το κέντρο της παραλύει καθημερινά επειδή διάφοροι κάποιοι έχουν αποφασίσει ότι πρέπει να συντηρούνται από το κράτος ή όπως το έθεσε ο κ. Λαζόπουλος στην ίδια εκπομπή ομάδες που αγωνιούν για το «πόσα θα μου δώσει το κράτος.»
Φυσικά ο κ. Λαζόπουλος εκμεταλλεύεται στο έπακρον το πλεονέκτημα που του δίνει ο πολύωρος μονόλογος του – δηλαδή η έλλειψη αντίλογου – στο να διαστρεβλώνει συνεχώς τις θέσεις όσων θεωρεί ότι είναι πολιτικοί αντίπαλοι. Έτσι όταν έγινε μια επίθεση σε μετανάστη αμέσως θεώρησε ότι η ρητορική του κ. Καρατζαφέρη εναντίων της λαθρομετανάστευσης συνέδραμε στο γεγονός. Βέβαια όσες φορές και να έχω ακούσει τον κ. Καρατζαφέρη, ποτέ δεν τον έχω ακούσει να καλεί το κόσμο να χρησιμοποιήσει βία, ποτέ δεν τον έχω ακούσει να μιλάει για ανυπακοή στους νόμους ή ότι δεν αναγνωρίζει το σύνταγμα της χώρας. Και τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν έχω δει μέλη του ΛΑ.Ο.Σ να παραβιάζουν το νόμο απροκάλυπτα και σχεδόν καθημερινά. Αντίθετα όλα αυτά συμβαίνουν στο χώρο της αριστεράς. Αλλά ποτέ ο κ. Λαζόπουλος δεν μπορεί να δει καμία ένοχη σχέση μεταξύ αυτών που λέει η αριστερά και αυτών που γίνονται.
Μέχρι που η βία να ξεφύγει εντελώς από τα ήδη πολύ χαλαρά όρια της ελληνικής κοινωνίας, είναι έκρηξη οργής και αγανάκτησης του καταπιεσμένου λαού. Όταν η βία ξεπεράσει αυτά τα όρια τότε αυτομάτως μεταβάλλεται σε προβοκάτσια. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι αυτό της τρομοκρατίας. Την δεκαετία του 80 οι τρομοκρατικές πράξεις εκλαμβάνονταν από ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ και των πολιτών, εμμέσως πλην σαφώς, ως επαναστατικές πράξεις. Όταν σιγά σιγά στα μέσα της δεκαετίας του 90 το κοινωνικό κλίμα άρχισε να αλλάζει σημαντικά εναντίων των τρομοκρατών, τότε οι ίδιες πράξεις ανακηρύχθηκαν από τους ίδιους κύκλους από επαναστατικές σε προβοκατόρικες. Μετεξελίχθηκαν στα γνωστά άγνωστα σχέδια των σκοτεινών/ξένων κέντρων εξουσίας που σκοπό είχαν να σαμποτάρουν τους λαϊκούς αγώνες. Αργότερα όταν η υπόθεση της 17Ν διελευκάνθηκε αποδείχθηκε ότι πίσω από την τρομοκρατική οργάνωση δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από μια ομάδα αριστεριστών που είχαν πάρει στα σοβαρά τις μπαρούφες τους. Και τότε επικράτησε σιωπή από όλους αυτούς που είχαν μιλήσει για προβοκάτσια και ξένα κέντρα. Σιωπή για να ξεχάσουμε όλα όσα είχαν πει για να μπορούν να τα επαναλάβουν στο μέλλον. ‘Όπως στο 1984 του Όργουελ, η σύγχρονη ελληνική ιστορία σβήνεται και ξαναγράφεται για να μπορέσει να χωρέσει στα καλούπια μιας αριστερής θεώρησης των πραγμάτων.

Λέει ο κ. Λαζόπουλος «εκτός του σοσιαλισμού δεν υπάρχουν απαντήσεις.» Σε μια Ελλάδα κρατικοποιημένη θα περίμενε κάποιος αυτό να λέγεται με μια δόση ειρωνείας, ιδιαίτερα από έναν κωμικό. Οι λεζάντες στις γελοιότητες της τηλεόρασης και τα ανέκδοτα είναι διασκεδαστικά. ‘Όλα τα άλλα όμως μοιάζουν σαν μια ακόμα επανάληψη ενός χιλιοπαιγμένου έργου. Το χειρότερο που βγαίνει από την εκπομπή του κ. Λαζόπουλου είναι μια Ελλάδα που δεν θέλει να ακούσει, να δει, να σκεφτεί όλα αυτά που έχουν συμβεί τα τελευταία 30 χρόνια. Παρερμηνεύει την έλλειψη αυτογνωσίας και αυτοκριτικής ως αντίσταση στο καθεστώς που η ίδια είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :