Πώς προκύπτουν η πίστη και τα βαθύτερα πιστεύω μας. Νέες έρευνες, με χρησιμοποίηση εγκεφαλικών απεικονίσεων ανθρώπων που προσεύχονται, προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί πιστεύουμε.
Οταν ρώτησαν τον Δαλάι Λάμα τι θα έκανε αν οι επιστημονικές έρευνες επιβεβαίωναν τα πιστεύω του, εκείνος γέλασε ειρωνικά και είπε: «Πολύ απλά, θα άλλαζα “πιστεύω”!». Και αυτό διότι σύμφωνα με τη διδασκαλία του Βούδα ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα είναι ερμηνευτικός, γι΄ αυτό και δεν υπάρχει μια και απόλυτη αλήθεια. Από αυτήν την άποψη ο Δαλάι Λάμα μοιάζει να συμφωνεί απόλυτα με τους δύο αμερικανούς νευροεπιστήμονες που υπογράφουν το βιβλίο Γιατί πιστεύουμε. Πώς η επιστήμη του εγκεφάλου εξηγεί την ανάγκη μας για τον Θεό, αφού και εκείνοι παρατηρούν ότι τα ευρήματά τους είναι χρήσιμα αλλά απαιτούν διεξοδική ερμηνεία- και η ερμηνεία είναι κατά κάποιο τρόπο μια άλλη λέξη για την «πεποίθηση». Πού διαφωνούν λοιπόν οι μεν με τους δε; Μήπως πουθενά; Γιατί πάντα επιλέγουμε να ....
..... επικεντρωνόμαστε στις διαφορές και να αγνοούμε τις ομοιότητες, πράγμα που ισχύει όχι μόνο για την αντιπαλότητα θρησκείας και επιστήμης αλλά και για τις διαφορετικές θρησκείες που ουσιαστικά ασπάζονται παρόμοιες έννοιες του Θεού; Δεν φταίει τόσο η άγνοια, δηλώνουν οι συγγραφείς. Ο βασικός υπεύθυνος είναι ο εγκέφαλός μας: «Αν κατανοήσουμε τη νευροψυχολογία του μυαλού, τα πιστεύω μας θα έχουν την ευκαιρία να ωριμάσουν και να μεταλλαχθούν μέσω της αλληλεπίδρασης με τους γύρω μας, οι οποίοι έχουν διαφορετική κοσμοθεωρία».
Η πρώτη απόπειρα να επιτευχθεί αυτός ο ευγενής στόχος δεν έφερε και τόσο θεαματικά αποτελέσματα, αν κρίνουμε από την έρευνα που παρουσιάζεται στο βιβλίο. Ο Αντριου Νιούμπεργκ, καθηγητής ραδιολογίας και ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, συγγραφέας επίσης των βιβλίων Γιατί ο Θεός δεν θα φύγει ποτέ και Ο μυστικός νους, μελέτησε πρώτα τον διαλογισμό των θιβετιανών βουδιστών. Στη συνέχεια προσέγγισε ομάδα απομονωμένων μοναχών, οι οποίες εφάρμοζαν ένα είδος χριστιανικού διαλογισμού που ονομαζόταν «επικεντρωμένη προσευχή». Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει πάνω στους διαλογιζόμενους μια τεχνολογία απεικόνισης, η οποία αποκαλείται τομογραφία εκπομπής απλού φωτονίου (SΡΕCΤ). Ενα μέλος της ερευνητικής ομάδας τοποθέτησε έναν ορό στο χέρι της μοναχής με ένα καλώδιο που κατέληγε σε κομπιούτερ, στάθηκε μετά πίσω της και ενώ προσευχόταν τής χορήγησε ραδιενεργό ανιχνευτικό υγρό στο σώμα. Οι εικόνες του υπολογιστή θα αποτύπωναν στο τέλος τι συνέβαινε στον εγκέφαλο κατά την κορύφωση της προσευχής, όπως είχε γίνει προηγουμένως και με τους βουδιστές. Παρά τις διαφορές που παρατη ρήθηκαν ως προς το ποιο γλωσσικό κέντρο του εγκεφάλου παρουσίαζε μεγαλύτερη αύξηση δραστηριότητας αφού οι μοναχές εστίαζαν σε κάποιες λέξεις ενώ οι βουδιστές σε μια ιερή εικόνα, οι ομοιότητες ως προς την αυξημένη δραστηριότητα στο «κέντρο προσοχής» του εγκεφάλου ήταν εντυπωσιακές: στις περισσότερες μορφές διαλογισμού και προσευχής ο διαλογιστής ξεκινούσε με αφετηρία έναν σκοπό ή έναν στόχο - τη συνάντηση με τον Θεό, τη γαλήνη του πνεύματος, την περαιτέρω αφύπνισή του. Καμία δυσκολία δεν συνάντησε η ερευνητική ομάδα στο πείραμά της.
Οταν όμως ο Νιούμπεργκρώτησε τις μοναχές αν ήθελαν να μάθουν τι έδειξαν οι τομογραφίες τους, αυτές απάντησαν ότι δεν χρειάζονταν επιστημονικές αποδείξεις για να επιβεβαιώσουν την εμπειρία τους- τίποτα δεν θα τις έκανε να αλλάξουν πεποιθήσεις. Για εκείνες το συμπέρασμα ήταν ότι ο Νιούμπεργκ φωτογράφιζε τον εγκέφαλό τους παρουσία του Θεού, για τους βουδιστές ήταν ότι φωτογράφιζε την εσωτερική γαλήνη, ενώ για τον ίδιο ήταν ότι φωτογράφιζε διάφορες πεποιθήσεις ή συγκεκριμένα το πώς ορισμένες πεποιθήσεις επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Επιβεβαιώθηκε απλώς ένας από τους τίτλους του βιβλίου: «Η τάση μας να πιστεύουμε αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε».
Οπότε επανέρχεται το ερώτημα: Πώς και γιατί πιστεύουμε όσα πιστεύουμε; Μια πρώτη εξήγηση που δίνεται είναι ότι το ενήλικο ανθρώπινο μυαλό χαρακτηρίζεται κατά κάποιο τρόπο από μια παιδικότητα: υποθέτουμε αυτόματα ότι όσα μάς λένε οι άλλοι αληθεύουν. Εμπιστευόμαστε τις ειδήσεις. Αποδεχόμαστε τη γνώμη των φίλων μας. Εν ολίγοις η κοινωνία διαμορφώνει τις πεποιθήσεις μας.
Οσον αφορά τα πιο ιερά πιστεύω - πολιτικά, θρησκευτικά ή συναισθηματικά-, εκεί το πράγμα διαφέρει. Εχουμε την τάση να περνάμε πολύ χρόνο προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ότι έχουν ισχύ. Σχετικά με την πίστη στον Θεό η έννοια του αόρατου παίζει καθοριστικό ρόλο για τις ενέργειές μας αυτές στη συντριπτική πλειονότητα των θρησκευτικών παραδόσεων. Αν ο Αϊ-Βασίλης δεν εμφανιζόταν τόσο συχνά στα εμπορικά κέντρα σαν χαρωπός παππούλης, τα παιδιά θα πίστευαν για πολύ περισσότερα χρόνια στην ύπαρξή του. Οσο ο Θεός λοιπόν παραμένει μια μυστηριώδης έννοια, όλοι όσοι ψάχνονται θα θέλγονται από όλα αυτά που δεν καταλαβαίνουν, θα αναρωτιούνται και θα προσπαθούν να φανταστούν ποια είναι η αλήθεια. Με αυτήν την έννοια, όλοι όσοι πιστεύουν σε μια θρησκεία παλεύουν με τον Θεό περίπου με τον ίδιο τρόπο που παλεύουν και οι φυσικοί με την κβαντική μηχανική ή ένας έφηβος με την αγάπη.
..... επικεντρωνόμαστε στις διαφορές και να αγνοούμε τις ομοιότητες, πράγμα που ισχύει όχι μόνο για την αντιπαλότητα θρησκείας και επιστήμης αλλά και για τις διαφορετικές θρησκείες που ουσιαστικά ασπάζονται παρόμοιες έννοιες του Θεού; Δεν φταίει τόσο η άγνοια, δηλώνουν οι συγγραφείς. Ο βασικός υπεύθυνος είναι ο εγκέφαλός μας: «Αν κατανοήσουμε τη νευροψυχολογία του μυαλού, τα πιστεύω μας θα έχουν την ευκαιρία να ωριμάσουν και να μεταλλαχθούν μέσω της αλληλεπίδρασης με τους γύρω μας, οι οποίοι έχουν διαφορετική κοσμοθεωρία».
Η πρώτη απόπειρα να επιτευχθεί αυτός ο ευγενής στόχος δεν έφερε και τόσο θεαματικά αποτελέσματα, αν κρίνουμε από την έρευνα που παρουσιάζεται στο βιβλίο. Ο Αντριου Νιούμπεργκ, καθηγητής ραδιολογίας και ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, συγγραφέας επίσης των βιβλίων Γιατί ο Θεός δεν θα φύγει ποτέ και Ο μυστικός νους, μελέτησε πρώτα τον διαλογισμό των θιβετιανών βουδιστών. Στη συνέχεια προσέγγισε ομάδα απομονωμένων μοναχών, οι οποίες εφάρμοζαν ένα είδος χριστιανικού διαλογισμού που ονομαζόταν «επικεντρωμένη προσευχή». Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει πάνω στους διαλογιζόμενους μια τεχνολογία απεικόνισης, η οποία αποκαλείται τομογραφία εκπομπής απλού φωτονίου (SΡΕCΤ). Ενα μέλος της ερευνητικής ομάδας τοποθέτησε έναν ορό στο χέρι της μοναχής με ένα καλώδιο που κατέληγε σε κομπιούτερ, στάθηκε μετά πίσω της και ενώ προσευχόταν τής χορήγησε ραδιενεργό ανιχνευτικό υγρό στο σώμα. Οι εικόνες του υπολογιστή θα αποτύπωναν στο τέλος τι συνέβαινε στον εγκέφαλο κατά την κορύφωση της προσευχής, όπως είχε γίνει προηγουμένως και με τους βουδιστές. Παρά τις διαφορές που παρατη ρήθηκαν ως προς το ποιο γλωσσικό κέντρο του εγκεφάλου παρουσίαζε μεγαλύτερη αύξηση δραστηριότητας αφού οι μοναχές εστίαζαν σε κάποιες λέξεις ενώ οι βουδιστές σε μια ιερή εικόνα, οι ομοιότητες ως προς την αυξημένη δραστηριότητα στο «κέντρο προσοχής» του εγκεφάλου ήταν εντυπωσιακές: στις περισσότερες μορφές διαλογισμού και προσευχής ο διαλογιστής ξεκινούσε με αφετηρία έναν σκοπό ή έναν στόχο - τη συνάντηση με τον Θεό, τη γαλήνη του πνεύματος, την περαιτέρω αφύπνισή του. Καμία δυσκολία δεν συνάντησε η ερευνητική ομάδα στο πείραμά της.
Οταν όμως ο Νιούμπεργκρώτησε τις μοναχές αν ήθελαν να μάθουν τι έδειξαν οι τομογραφίες τους, αυτές απάντησαν ότι δεν χρειάζονταν επιστημονικές αποδείξεις για να επιβεβαιώσουν την εμπειρία τους- τίποτα δεν θα τις έκανε να αλλάξουν πεποιθήσεις. Για εκείνες το συμπέρασμα ήταν ότι ο Νιούμπεργκ φωτογράφιζε τον εγκέφαλό τους παρουσία του Θεού, για τους βουδιστές ήταν ότι φωτογράφιζε την εσωτερική γαλήνη, ενώ για τον ίδιο ήταν ότι φωτογράφιζε διάφορες πεποιθήσεις ή συγκεκριμένα το πώς ορισμένες πεποιθήσεις επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Επιβεβαιώθηκε απλώς ένας από τους τίτλους του βιβλίου: «Η τάση μας να πιστεύουμε αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε».
Οπότε επανέρχεται το ερώτημα: Πώς και γιατί πιστεύουμε όσα πιστεύουμε; Μια πρώτη εξήγηση που δίνεται είναι ότι το ενήλικο ανθρώπινο μυαλό χαρακτηρίζεται κατά κάποιο τρόπο από μια παιδικότητα: υποθέτουμε αυτόματα ότι όσα μάς λένε οι άλλοι αληθεύουν. Εμπιστευόμαστε τις ειδήσεις. Αποδεχόμαστε τη γνώμη των φίλων μας. Εν ολίγοις η κοινωνία διαμορφώνει τις πεποιθήσεις μας.
Οσον αφορά τα πιο ιερά πιστεύω - πολιτικά, θρησκευτικά ή συναισθηματικά-, εκεί το πράγμα διαφέρει. Εχουμε την τάση να περνάμε πολύ χρόνο προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ότι έχουν ισχύ. Σχετικά με την πίστη στον Θεό η έννοια του αόρατου παίζει καθοριστικό ρόλο για τις ενέργειές μας αυτές στη συντριπτική πλειονότητα των θρησκευτικών παραδόσεων. Αν ο Αϊ-Βασίλης δεν εμφανιζόταν τόσο συχνά στα εμπορικά κέντρα σαν χαρωπός παππούλης, τα παιδιά θα πίστευαν για πολύ περισσότερα χρόνια στην ύπαρξή του. Οσο ο Θεός λοιπόν παραμένει μια μυστηριώδης έννοια, όλοι όσοι ψάχνονται θα θέλγονται από όλα αυτά που δεν καταλαβαίνουν, θα αναρωτιούνται και θα προσπαθούν να φανταστούν ποια είναι η αλήθεια. Με αυτήν την έννοια, όλοι όσοι πιστεύουν σε μια θρησκεία παλεύουν με τον Θεό περίπου με τον ίδιο τρόπο που παλεύουν και οι φυσικοί με την κβαντική μηχανική ή ένας έφηβος με την αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου