Εχουν περάσει επτά ολόκληροι μήνες από τότε που η χώρα μας προσέφυγε στις κάλπες, λόγω του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει η οικονομία της. Από τότε, παρά το γεγονός ότι το θέμα αυτό κυριαρχεί στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και σε όλες τις συζητήσεις, αισθάνομαι ότι η κρισιμότητα της κατάστασης δεν έχει εμπεδωθεί πλήρως από την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Μπορεί να είναι και αυτός ένας από τους λόγους που δεν πέφτουν τα spreads;
Οι συμμετέχοντες στις αγορές κρατικών ομολόγων, που λίγο διαφέρουν από εμάς τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς, αποφασίζουν για τα spreads των ελληνικών ομολόγων σήμερα, σύμφωνα με τον βαθμό εμπιστοσύνης τους στη δυνατότητα της χώρας να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος της και τη φερεγγυότητα της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς και με βάση τις εκτιμήσεις τους σε κρίσιμα ερωτήματα όπως τα παρακάτω:
Πόσο καλά ενημερωμένος είναι ο μέσος Ελληνας για το μέγεθος των οικονομικών υποχρεώσεων της χώρας και πόσο καλά αντιλαμβάνεται ότι τις ....
.... τελευταίες δύο με τρεις δεκαετίες έζησε πάνω από τις δυνατότητές του;
Πιο συγκεκριμένα:
Γνωρίζει ότι το δημόσιο χρέος που αναλογεί στον κάθε Ελληνα σήμερα είναι έξι φορές μεγαλύτερο από αυτό που αναλογούσε σε κάθε Αργεντινό το 2001 και τρεισήμισι φορές μεγαλύτερο από αυτό που αναλογούσε σε κάθε Ούγγρο το 2008; Γνωρίζει ποια ήταν τα μέτρα που κρίθηκαν απαραίτητα να ληφθούν για τις οικονομίες αυτών των δύο χωρών που τόσο πολύ απασχόλησαν τη διεθνή κοινότητα;
Συνειδητοποιεί ότι πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χώρα μας από το δυσβάσταχτο χρέος της είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Δηλαδή, ότι ακόμη κι αν ως διά μαγείας εξαλειφόταν το χρέος μας σήμερα, αύριο θα έπρεπε η χώρα μας να δανειστεί και πάλι για να εκπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της;
Πόσο είναι εφικτό οι πολιτικοί της χώρας να ομονοήσουν και οι πολίτες της να αποδεχθούν και να υπομείνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα τα οποία με αποτελεσματικότητα θα οδηγήσουν στην αναδιάρθρωση της οικονομίας -καθιστώντας έτσι την οικονομία μας ανταγωνιστική- και σταδιακά στην αποπληρωμή του χρέους;
Εάν οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι καταφατικές για έναν συγκεκριμένο επενδυτή, τότε το spread γι’ αυτόν είναι πολύ χαμηλό. Εάν όμως είναι αρνητικές, αυτό θα οδηγούσε στην απόφαση παντελούς άρνησης να επενδύσει ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε πάρα πολύ υψηλά spreads.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πόσο σημαντικό είναι για όλους εμάς, τους Ελληνες, για την ευημερία μας σήμερα και κυρίως για την ευημερία των απογόνων μας στο μέλλον, για την ιστορία μας, για την περηφάνια μας αλλά και για την εικόνα μας, να προβούμε σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες που αναλογούν στον καθένα μας ώστε να απαντώνται θετικά τα παραπάνω ερωτήματα.
Πάρα πολύ δύσκολο -αν όχι ακατόρθωτο- εγχείρημα, ιδιαίτερα όταν αναλογιστεί κανείς ότι με την εξαίρεση κάποιων βραχυχρόνιων εξάρσεων, (όπως το έπος του ‘40, αποτέλεσμα μεγάλης θετικής συναισθηματικής φόρτισης, βραχυπρόθεσμης όμως διάρκειας), εμείς οι Ελληνες δεν έχουμε επιδείξει ότι διαθέτουμε σταθερά και διαχρονικά όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα μας βοηθήσουν να οπλιστούμε με τη δύναμη, καρτερία, επιμονή, υπομονή, αλληλεγγύη, σύμπνοια και αλτρουισμό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μακροχρόνιων εθνικών δυσκολιών.
Γνωρίζοντας αυτή την αδυναμία της φυλής μας, για τους ξένους η έκπληξη θα είναι εάν η χώρα μας δεν πτωχεύσει και όχι το αντίθετο. Οι ξένοι δεν έχουν προβληματιστεί ιδιαίτερα μόνο με την πορεία της εθνικής μας οικονομίας. Εξίσου προβληματισμένοι είναι και σε πολλούς άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα η διαχείριση απορριμμάτων, όπου είναι εμφανές ότι οι επιδόσεις μας είναι λιγότερο καλές ακόμη κι από τις οικονομικές μας.
Περισσότερο μάλιστα προβληματίζονται οι ξένοι εκείνοι που έχουν έλθει σε επαφή, γνωρίζουν και συναλλάσσονται με επιτυχημένους Ελληνες του εξωτερικού.
Αλλά και εμείς οι Ελληνες σήμερα, στις καθημερινές μας συζητήσεις, παραδεχόμαστε ότι ο Ελληνας όταν βγει εκτός Ελλάδας διαπρέπει, μεγαλουργεί, γίνεται άλλος άνθρωπος. Πράγματι, χιλιάδες είναι τα παραδείγματα Ελλήνων που εγκατέλειψαν την πατρίδα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, γιατί δεν είχαν προοπτική και εγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους. Οι Ελληνες αυτοί όχι μόνο εγκλιματίστηκαν αλλά και μεγαλούργησαν.
Επιπροσθέτως, πάρα πολλά είναι τα παραδείγματα επιτυχημένων Ελλήνων του εξωτερικού που επέστρεψαν στην Ελλάδα για να εγκατασταθούν και να δραστηριοποιηθούν στην οικονομική ζωή της χώρας, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να εγκλιματιστούν και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν έπειτα από λίγο καιρό εκεί απ’ όπου ήλθαν, ζημιωμένοι, αλλά κυρίως απογοητευμένοι και πικραμένοι.
Εχοντας ζήσει και εργαστεί ο ίδιος σε χώρες του εξωτερικού για πάνω από το μισό της επαγγελματικής μου ζωής, αισθάνομαι ότι γνωρίζω τους τρεις βασικούς λόγους, μεταξύ άλλων, για τους οποίους είναι πιο εύκολο για τον Ελληνα να είναι πιο δημιουργικός και επιτυχημένος έξω από τη χώρα του παρά μέσα στη χώρα του.
Πρώτον, το θεσμικό πλαίσιο, από το Σύνταγμα της χώρας μέχρι τους πιο απλούς κανόνες της τοπικής κοινωνίας, είναι φιλικό προς τον πολίτη και εφαρμόζεται με την απαιτούμενη χρονική και αντικειμενική συνέπεια. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, όταν στη συντριπτική μας πλειοψηφία εμείς οι Ελληνες δεν γνωρίζουμε όχι μόνο τι λέει το καθένα, αλλά ακόμη και πόσα άρθρα έχει το ελληνικό Σύνταγμα και συνεπώς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά μας που απορρέουν από αυτό, τότε πόσο εύκολο είναι για τον καθένα μας να αισθάνεται και να είναι καλός πολίτης;
Δεύτερον, στις κοινωνίες αυτές, η κοινωνική αναγνώριση δεν προέρχεται τόσο από τη θέση την οποία κάποιος κατέχει, τα πτυχία που έχει ή τις περγαμηνές της οικογένειάς του, αλλά κυρίως από το τι έχει δημιουργήσει στη ζωή του και την κοινωνική προσφορά του. Στις κοινωνίες αυτές, πτυχιούχος και άνεργος είναι ντροπή, ενώ ταξιτζής ή γκαρσόνι με πτυχίο κερδίζει την εκτίμηση και την κοινωνική αναγνώριση.
Τρίτος και εξίσου σημαντικός λόγος είναι ότι οι κοινωνίες αυτές διακατέχονται από μια κουλτούρα η οποία τους επιτρέπει, χωρίς να πάψουν να αναζητούν το τέλειο, να εφαρμόζουν τον καλύτερο θεσμό, πρακτική ή τρόπο μεταξύ των δικών τους προτάσεων ή των αντιστοίχων άλλων κοινωνιών. Ετσι, μπορούν να εφαρμόζουν γνωστές και επιτυχημένες συνταγές και να μην αναλώνονται σε μακροχρόνιους αυτοσχεδιασμούς και έριδες μεταξύ τους για το ποιος έχει την καλύτερη λύση. Σ’ αυτή την περίπτωση, παραδείγματος χάριν, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιήσει τρόπους αξιολόγησης καλών πανεπιστημίων άλλων χωρών χωρίς να πάψουν στο μεταξύ να αναζητούν, ως οφείλουν, τον καλύτερο τρόπο αξιολόγησης και όχι να μην αξιολογούνται καθόλου μέχρι να καταλήξουν στον καλύτερο, κατά την άποψή τους, τρόπο.
Σήμερα, η προσοχή όλων μας στην Ελλάδα στρέφεται στα δύο από τα τρία σοβαρά προβλήματα της χώρας μας: τη μείωση του δημοσίου χρέους και του ελλείμματος του ετήσιου προϋπολογισμού.
Τα προβλήματα αυτά είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις είτε έχοντας προσφύγει στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης και στο ΔΝΤ είτε όχι.
Το τρίτο όμως πρόβλημα, που είναι το μεγαλύτερο και η αιτία όλων των δεινών μας, είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας μας. Κι αυτό το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά μόνο με γενναίες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για την εξάλειψη των παραγόντων που συντελούν σε χαμηλή παραγωγικότητα, κύριος συντελεστής της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, των χαμηλών αμοιβών και του εν γένει χαμηλού επιπέδου ζωής των Ελλήνων.
Προς τούτο, κατά την άποψή μου, είναι πιο σημαντικό να μελετούμε και να υιοθετούμε τις επιτυχημένες καλές πρακτικές άλλων χωρών, από το να προβαίνουμε σε αυτοσχεδιασμούς και εφαρμογές αδοκίμαστων μεθόδων και να αναλωνόμαστε σε ατέρμονες συζητήσεις για το ποιος έχει την καλύτερη λύση έχοντας κάθε φορά όσους βρίσκονται στην πλευρά που δεν πρότεινε τη συγκεκριμένη λύση, απέναντι.
/ / ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ / / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / /
/ / ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ / / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / /
*O Τάκης Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου