Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Χρειαζόμαστε μια επανερμηνεία της εθνικής μας ταυτότητας, με πιο θετικούς όρους.

Η κρίση κατεβάζει τους δείκτες ευημερίας, αλλά ανεβάζει τα επίπεδα διανοητικής εγρήγορσης. Αναστατώνει την κοινωνία, αλλά οργανώνει καλύτερα τα μυαλά. Ανακόπτει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά ευνοεί την πολιτισμική ανάπτυξη. Εξαπολύει το φάσμα της καταστροφής, αλλά θρέφει και το σπέρμα της δημιουργίας. Όλα αυτά είναι σωστά κι έχουν επισημανθεί από αρκετούς, με ποικίλες διατυπώσεις. Σπάνια όμως αναφέρεται, ακόμα και από αυτούς, μια προϋπόθεση, χωρίς την οποία όλα αυτά τα θετικά παράγωγα μιας κρίσης είναι ανέφικτα. Η προϋπόθεση αυτή είναι ότι η κρίση θα έχει εσωτερικευτεί, ότι θα έχει γίνει και κρίση των συνειδήσεων. Που σημαίνει ότι δεν βολευόμαστε πια στις παλιές πεποιθήσεις μας, αναζητούμε καινούργιες, πιο σύνθετες απαντήσεις, αισθανόμαστε την ανάγκη να δούμε τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά. Δεν περιμένουμε βέβαια μια τέτοια στάση από το σύνολο της κοινωνίας. Την περιμένουμε όμως από τα, κατά τεκμήριο, πιο ανήσυχα και δυναμικά τμήματά της ή από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Aυτό δεν το βλέπω ώς τώρα, τουλάχιστον όχι σε βαθμό που θα θεωρούσα ελπιδοφόρο. Στην πλειονότητα των ....
....περιπτώσεων η πρόκληση που είναι η σημερινή κρίση αντιμετωπίζεται μ΄ έτοιμες απαντήσεις από το παρελθόν, «δεξιές» ή «αριστερές», που εκστομίζονται με αποκαρδιωτική ευκολία και στερεότυπη ρητορική. Ακούμε στεντόρειες φωνές που αναμασούν με ηδονή μουχλιασμένα προϊόντα της ιδεοληψίας τους, χωρίς να βρίσκουν κανέναν λόγο να ξανασκεφτούν κάτι, μόνιμα ασφαλείς στις γενικολογίες ή τις αερολογίες τους, μόνιμα βέβαιες ότι αυτές δείχνουν τον σωστό δρόμο, τον ίσιο και λείο δρόμο προς ένα σοσιαλιστικό μέλλον ή τον ακόμα πιο ίσιο και λείο δρόμο προς ένα εθνικά «αγνό» παρελθόν ή τον ελαφρώς δυσκολότερο, αλλά μόνον εξαιτίας των παλιών μπάζων που φράζουν την αφετηρία του, δρόμο της προσαρμογής στη «νεωτερικότητα». Τα λένε αυτά άνθρωποι που είναι μέρος της κρίσης, που έχουν βάλει το λιθαράκι ή την κοτρόνα τους στο σκάρτο, έτοιμο να καταρρεύσει με πάταγο οικοδόμημα, άλλοι με τις ιδέες τους και τις πολιτικές επιλογές (ή μη επιλογές) τους, άλλοι με τις μεθόδους πλουτισμού τους, άλλοι με τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής τους, πολλοί με όλα αυτά μαζί.

Διαβάζουμε αναλύσεις και απόψεις γύρω από τα δημόσια πράγματά μας οι οποίες είναι σαν να γράφτηκαν τη δεκαετία του 1960, την εποχή των επαναστατικών πολέμων στον Τρίτο Κόσμο, του υπαρκτού σοσιαλισμού στον Δεύτερο και των εναλλακτικών κινημάτων στον Πρώτο, αλλά και του «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια» σ΄ εμάς, που καλούμαστε εξάλλου να πιστέψουμε πως έχουμε κάτι και από τους τρεις κόσμους. Βλέπουμε βάναυσες, μελοδραματικές και εν τέλει υποκριτικές μανιχαϊστικές σχηματοποιήσεις του τύπου «καπιταλιστές/ιμπεριαλιστές- λαουτζίκος», φανατική εμμονή σε απαρχαιωμένες ρομαντικές αντιλήψεις περί έθνους (προπαντός, εννοείται, του ελληνικού), όπως, από την άλλη, βλέπουμε μια απλοϊκή όσο και αποστεγνωμένη πίστη στον Διαφωτισμό και χαζοχαρούμενες θεωρητικοποιήσεις ενός μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού. Μονότονα επαναλαμβάνονται γερασμένα συνθήματα και χρόνια, ολέθρια κατά συνθήκην ψεύδη, εκεί που χρειάζονται καινούργια εργαλεία της σκέψης και γενναίες προσπάθειες αυτογνωσίας, χωρίς προειλημμένα, ανακουφιστικά ευρήματα.

Nαι, χρειαζόμαστε σήμερα έναν καινούργιο πατριωτισμό, αλλά αυτός δεν μπορεί να είναι ο πατριωτισμός που λέει ότι η πατρίδα μας είναι «κι αυτά κι εκείνα»: πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι πολλά στοιχεία της παράδοσής μας είναι σήμερα βαρίδια και τροχοπέδες και να τ΄ αφήσουμε πίσω μας- δεν λέω να τα εξαφανίσουμε, αλλά να μην τους επιτρέπουμε να ηγεμονεύουν στον πολιτικό και οικονομικό βίο μας, έστω και αν κάποιες λεπτομέρειές τους μας συγκινούν στον ιδιωτικό. Από την άλλη, ας καταλάβουν μερικοί ότι δεν αρκεί για την εθνική ή την κοινωνική συνοχή ο «συνταγματικός πατριωτισμός» του Χάμπερμας, ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα χλομιασμένο πια ακόμα και στην κοινωνία που το ενέπνευσε.

Ναι, είναι λάθος- και μάλιστα μεγάλον΄ απαξιώνουμε το έθνος και να το κηρύσσουμε ιστορικά άχρηστο. Αλλά δεν μπορούμε πια να το συλλαμβάνουμε με τους ρομαντικούς όρους μιας διαχρονικής μυστικής ουσίας, ούτε μπορεί να μας δεσμεύει το γεγονός ότι μια τέτοια θεώρηση «νομιμοποιήθηκε» κάποτε από αρι στερές αυθεντίες για ειδικούς λόγους, που είχαν να κάνουν με την υπεράσπιση της δήθεν αντεθνικής και απάτριδος Αριστεράς στις ανώμαλες μετεμφυλιακές συνθήκες (περίπτωση Σβορώνου). Από την άλλη, δεν είναι δυνατό να εξακολουθήσουμε να παραβλέπουμε ότι η «πολιτικά ορθή» λογική που αναπτύχθηκε με πυρήνα το (ασφαλώς δίκαιο) αίτημα του σεβασμού προς τον άλλο, τον διαφορετικό, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, δεν έχει δυστυχώς ίχνος πολιτικότητας: η μονομερής και εκφρασμένη με υπεροπτικό διδακτισμό ευαισθησία της αποξενώνει σημαντικές μερίδες του πληθυσμού, των οποίων οι ανησυχίες δεν είναι πάντοτε αδικαιολόγητες, και πρακτικά οδηγεί σε μια κοινωνία παράλληλων πολιτισμικών γκέτο. Η εικόνα για την εθνική μας ταυτότητα βασίζεται σε μια κουλτούρα αντίστασης, μια κουλτούρα της άρνησης. Είναι καιρός ν΄ αντιληφθούμε ότι από τη Μεταπολίτευση και δώθε η κουλτούρα αυτή έχει γίνει το ιδεολογικό πρόσχημα των πιο αδρανών, των πιο βολεμένων στο τέλμα και τη διαφθορά τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Χρειαζόμαστε μια επανερμηνεία της εθνικής μας ταυτότητας, με πιο θετικούς όρους. Χρειαζόμαστε μια ριζοσπαστική, αισιόδοξη, στραμμένη προς το μέλλον κατάφαση της δημιουργικότητας, της παραγωγικότητας, της υγιούς επιχειρηματικότητας, της εφευρετικότητας που αξιοποιεί τις ευκαιρίες του σύγχρονου κόσμου και τις αναζητήσεις των σύγχρονων ανθρώπων. Αν το «ελληνικό δαιμόνιο» ξεδιπλώνεται ελεύθερα και θριαμβευτικά στο εξωτερικό, ας το αφήσουμε επιτέλους να δείξει και στην Ελλάδα τι αξίζει, ας πάψουμε να το διώχνουμε ή να το στραγγαλίζουμε ή να το διαστρέφουμε.

Aς σταματήσουν πια τα «προοδευτικά» κατά συνθήκην ψεύδη για την παιδεία μας, που επικαλούνται ανύπαρκτα δικαιώματα και συγκαλύπτουν υπαρκτές κομματικές και συντεχνιακές ιδιοτέλειες. Το «δημοκρατικό δικαίωμα στο [προβιβάσιμο] πέντε» στα ελληνικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1980, αλλά και αργότερα, γέμισε την Ελλάδα με ανίκανους και ανεύθυνους γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες και δεν ξέρω τι άλλο. ΄Εχουμε δει πολλές κινητοποιήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας εναντίον της μιας ή της άλλης μεταρρύθμισης, αλλά ούτε μία υπέρ μιας αλλαγής του τρισάθλιου τρόπου λειτουργίας των ανώτατων σχολών μας. Μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα περισσότερα βαλκανικά κράτη, τα οποία αρεσκόμαστε ν΄ αντιμετωπίζουμε πατερναλιστικά, με τον αέρα της παλιοσειράς στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, έχουν πολύ καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα από το δικό μας και, καθώς έχουν επίσης εργατικότερους πληθυσμούς, σε λίγα χρόνια θα μας ξεπεράσουν σε όλους τους τομείς.

Θα μας έκανε περισσότερο καλό αν βλέπαμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό σαν συγκληρονόμοι του, σαν συνδιαχειριστές μιας πηγής ανεξάντλητης σ΄ ερεθίσματα και προκλήσεις για τη σκέψη, αντί σαν αποκλειστικά δικό μας κειμήλιο, σαν ένα ακριβό σερβίτσιο που το φυλάμε για να το επιδεικνύουμε έναντι εισιτηρίου στους επισκέπτες μας (και να τους ζητάμε πίσω τα κλεμμένα κουταλάκια του). Οι ξένοι, που τον βλέπουν σαν κάτι οικείο και αλλότριο ταυτόχρονα, έχουν αναδείξει πλήθος άγνωστες πλευρές του, έχουν στοχαστεί πολύ βαθύτερα και δημιουργικότερα γύρω από τις αξίες του και ανανεώνουν συνεχώς την προβληματική γύρω από αυτόν. Εμείς, στους σχεδόν δύο αιώνες ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, είναι ζήτημα αν βγάλαμε δύο κλασικούς φιλολόγους κι έστω έναν ιστορικό διεθνούς αναστήματος.

Και τόσα άλλα, τόσα άλλα...

Ναι, η κρίση είναι μια μοναδική ευκαιρία να τ΄ αλλάξουμε. Ακόμα και αν δεν είχε επέλθει, θα έπρεπε να είχαμε ευχηθεί τον ερχομό της. ΄Ολες οι σημαντικές προωθητικές αλλαγές που έγιναν στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού κράτους ήταν προϊόντα μεγάλων κρίσεων. Το δέος μ΄ εμποδίζει να προσθέσω ότι οι σημαντικότερες από αυτές γεννήθηκαν όχι απλώς από μεγάλες κρίσεις αλλά από εθνικές καταστροφές. Είναι ζήτημα ωριμότητας των συνειδήσεων να μη χρειαστεί ακόμα μία.
/ Ακλόνητοι και αυτάρεσκοι στην κρίση / ΤΑ ΝΕΑ /

Δεν υπάρχουν σχόλια :