Γράφει ο Βασίλης Ζήρας στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ :
Εάν κάτι χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι οι προσεκτικές διατυπώσεις τους. Υπό την έννοια αυτή, προκαλεί πράγματι κατάπληξη η ευθύτητα με την οποία διατύπωσε τις απόψεις του ο κ. Γιούργκεν Σταρκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Οι αγορές αυταπατώνται εάν πιστεύουν ότι τα κράτη-μέλη θα βάλουν το χέρι στην τσέπη για να σώσουν την Ελλάδα»», είπε. Η δήλωσή του πιθανώς υπερβαίνει τα όρια του θεσμικού ρόλου του. Τα στελέχη της ΕΚΤ μπορούν να απευθύνουν συστάσεις στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης -το κάνουν κατά κόρον οι συνάδελφοί τους το τελευταίο διάστημα- να μιλούν εξ ονόματος της ΕΚΤ, αλλά όχι ως εκπρόσωποι των ..... κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Αυτή είναι δουλειά των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγεσιών των «16» και όχι των διορισμένων μελών του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας. Επίσης, είναι απορίας άξιο γιατί ο κ. Σταρκ αισθάνεται την ανάγκη να προειδοποιήσει τις αγορές. Θεωρεί ότι τα spreads των ελληνικών ομολόγων στα σημερινά τους επίπεδα ενσωματώνουν την αυταπάτη ότι οι εταίροι θα σώσουν την Ελλάδα εάν παραστεί ανάγκη και κατά συνέπεια θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερα;
Εκτός από ασυνήθιστη και άστοχη, η δήλωση του κ. Σταρκ είναι και περιττή, διότι επί του θέματος έχει τοποθετηθεί, λέγοντας τα ίδια πράγματα, αλλά με πιο κομψό τρόπο και ο καθ’ ύλην αρμοδιότερος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κ. Β. Σόιμπλε.
Βέβαια, ο κ. Σταρκ δεν είναι μια κλασική περίπτωση κεντρικού τραπεζίτη. Εχει διοριστεί από τη Γερμανία, έχει διατελέσει υφυπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις του Χέλμουτ Κολ (διαφωνούσε, μάλιστα, με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ), είναι ακραιφνής νεοφιλελεύθερος και από τους ιέρακες της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην ΕΚΤ (διαδέχθηκε ένα άλλο -πολύ ικανότερο- «γεράκι», τον Οτμαρ Ισιγκ).
Ωστόσο, ο κ. Σταρκ δεν είναι μια sui generis περίπτωση. Κάνει ό, τι θεωρούν καθήκον τους να κάνουν όλοι με την Ελλάδα: να ασκήσουν πιέσεις για πρόσθετα και αποφασιστικά μέτρα διατηρήσιμης μείωσης του ελλείμματος, επειδή πιστεύουν ότι χωρίς πίεση από το εξωτερικό ούτε αυτή η κυβέρνηση -όπως και η προηγούμενη- θα κάνει μόνη της αυτά που πρέπει. Δεν είναι τυχαίο ότι το βασικό ερώτημα των εμπειρογνωμόνων της Κομισιόν και της ΕΚΤ που περιδιάβαιναν χθες τα υπουργεία ήταν εάν όλα αυτά που υπόσχεται η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας θα γίνουν. Η προηγούμενη κυβέρνηση καταρράκωσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας με τη δημοσιονομική απογραφή, την «ήπια» προσαρμογή και τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Η σημερινή ενίσχυσε την αναξιοπιστία με την ατολμία που επέδειξε το πρώτο διάστημα, όταν ο κ. Παπουτσής ανέτρεπε την εισοδηματική πολιτική που είχε αποφασίσει νωρίτερα το υπουργικό συμβούλιο, η κ. Κατσέλη κατήγγελλε τους κερδοσκόπους της αγοράς ομολόγων, ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε 4ετές Πρόγραμμα Σταθερότητας, πριν συμφωνήσει με την Κομισιόν και τους εταίρους, και όλοι μαζί επέμεναν σε προεκλογικές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει όταν το έλλειμμα φαινόταν ότι θα ήταν το μισό από όσο τελικά αποδείχθηκε. Εάν εκείνο το πρώτο διάστημα η κυβέρνηση ανακοίνωνε μόνη της τα μισά από όσα υποχρεώνεται να κάνει τώρα υπό την πίεση των Βρυξελλών και των αγορών, θα είχε πιθανόν αποφύγει όσα συμβαίνουν σήμερα: από τις περιττές και άστοχες δηλώσεις του κ. Σταρκ έως τον κίνδυνο να βυθιστεί η οικονομία σε βαθιά ύφεση για να μειωθεί το έλλειμμα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε τρία μόλις χρόνια.
Εάν κάτι χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι οι προσεκτικές διατυπώσεις τους. Υπό την έννοια αυτή, προκαλεί πράγματι κατάπληξη η ευθύτητα με την οποία διατύπωσε τις απόψεις του ο κ. Γιούργκεν Σταρκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Οι αγορές αυταπατώνται εάν πιστεύουν ότι τα κράτη-μέλη θα βάλουν το χέρι στην τσέπη για να σώσουν την Ελλάδα»», είπε. Η δήλωσή του πιθανώς υπερβαίνει τα όρια του θεσμικού ρόλου του. Τα στελέχη της ΕΚΤ μπορούν να απευθύνουν συστάσεις στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης -το κάνουν κατά κόρον οι συνάδελφοί τους το τελευταίο διάστημα- να μιλούν εξ ονόματος της ΕΚΤ, αλλά όχι ως εκπρόσωποι των ..... κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Αυτή είναι δουλειά των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγεσιών των «16» και όχι των διορισμένων μελών του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας. Επίσης, είναι απορίας άξιο γιατί ο κ. Σταρκ αισθάνεται την ανάγκη να προειδοποιήσει τις αγορές. Θεωρεί ότι τα spreads των ελληνικών ομολόγων στα σημερινά τους επίπεδα ενσωματώνουν την αυταπάτη ότι οι εταίροι θα σώσουν την Ελλάδα εάν παραστεί ανάγκη και κατά συνέπεια θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερα;
Εκτός από ασυνήθιστη και άστοχη, η δήλωση του κ. Σταρκ είναι και περιττή, διότι επί του θέματος έχει τοποθετηθεί, λέγοντας τα ίδια πράγματα, αλλά με πιο κομψό τρόπο και ο καθ’ ύλην αρμοδιότερος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κ. Β. Σόιμπλε.
Βέβαια, ο κ. Σταρκ δεν είναι μια κλασική περίπτωση κεντρικού τραπεζίτη. Εχει διοριστεί από τη Γερμανία, έχει διατελέσει υφυπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις του Χέλμουτ Κολ (διαφωνούσε, μάλιστα, με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ), είναι ακραιφνής νεοφιλελεύθερος και από τους ιέρακες της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην ΕΚΤ (διαδέχθηκε ένα άλλο -πολύ ικανότερο- «γεράκι», τον Οτμαρ Ισιγκ).
Ωστόσο, ο κ. Σταρκ δεν είναι μια sui generis περίπτωση. Κάνει ό, τι θεωρούν καθήκον τους να κάνουν όλοι με την Ελλάδα: να ασκήσουν πιέσεις για πρόσθετα και αποφασιστικά μέτρα διατηρήσιμης μείωσης του ελλείμματος, επειδή πιστεύουν ότι χωρίς πίεση από το εξωτερικό ούτε αυτή η κυβέρνηση -όπως και η προηγούμενη- θα κάνει μόνη της αυτά που πρέπει. Δεν είναι τυχαίο ότι το βασικό ερώτημα των εμπειρογνωμόνων της Κομισιόν και της ΕΚΤ που περιδιάβαιναν χθες τα υπουργεία ήταν εάν όλα αυτά που υπόσχεται η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας θα γίνουν. Η προηγούμενη κυβέρνηση καταρράκωσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας με τη δημοσιονομική απογραφή, την «ήπια» προσαρμογή και τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Η σημερινή ενίσχυσε την αναξιοπιστία με την ατολμία που επέδειξε το πρώτο διάστημα, όταν ο κ. Παπουτσής ανέτρεπε την εισοδηματική πολιτική που είχε αποφασίσει νωρίτερα το υπουργικό συμβούλιο, η κ. Κατσέλη κατήγγελλε τους κερδοσκόπους της αγοράς ομολόγων, ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε 4ετές Πρόγραμμα Σταθερότητας, πριν συμφωνήσει με την Κομισιόν και τους εταίρους, και όλοι μαζί επέμεναν σε προεκλογικές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει όταν το έλλειμμα φαινόταν ότι θα ήταν το μισό από όσο τελικά αποδείχθηκε. Εάν εκείνο το πρώτο διάστημα η κυβέρνηση ανακοίνωνε μόνη της τα μισά από όσα υποχρεώνεται να κάνει τώρα υπό την πίεση των Βρυξελλών και των αγορών, θα είχε πιθανόν αποφύγει όσα συμβαίνουν σήμερα: από τις περιττές και άστοχες δηλώσεις του κ. Σταρκ έως τον κίνδυνο να βυθιστεί η οικονομία σε βαθιά ύφεση για να μειωθεί το έλλειμμα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε τρία μόλις χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου