της Έλλης Τριανταφύλλου
Τι συνέβη στις εκλογές της 17ης Ιουνίου είναι γνωστό. Το γιατί οδηγηθήκαμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα έχει αρχίσει να ερμηνεύεται τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο.
Σε ένα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος άρθρο ο Bernd Riexinger, πρόεδρος του γερμανικού κόμματος της Αριστεράς die LINKE, τόνιζε:
«Οι εκλογές αυτές δεν ήταν ούτε ...
νίκη για την Ευρώπη, αλλά ούτε νίκη για το ευρώ. Αν επαληθευθούν τα προγνωστικά, τότε διαθέτουν την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο τα δύο εκείνα κόμματα τα οποία προκάλεσαν την ελληνική καταστροφή και προπαγανδίζουν την ίδια συνέχεια. Οι Ελληνίδες και οι Ελληνες ψήφισαν υπό την πίεση της οικοδομηθείσας κατ’ εξοχήν στις Βρυξέλλες αλλά και στο Βερολίνο απειλής, η οποία θα αποτελέσει μια βαριά υποθήκη για το μέλλον των ευρωπαϊκών δημοκρατιών».
Γεγονός παραμένει ότι ο ελληνικός λαός αποφάνθηκε με σαφήνεια στην εντολή του. Και η εντολή αυτή ήταν ο σχηματισμός μνημονιακής κυβέρνησης βασιζόμενης στη μεγαλύτερη δυνατή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα διαθέτει τη μέγιστη διαπραγματευτική ικανότητα με τους εταίρους και δανειστές μας.
Επιδεικνύοντας σωφροσύνη και με αντίληψη της βαρύτητας των περιστάσεων, η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και η Δημοκρατική Αριστερά υλοποίησαν το αιτούμενο συγκροτώντας κυβέρνηση για τη συνέχιση της πολιτικής την οποία ενυπογράφως έχουν δεσμευθεί να εφαρμόσουν οι αρχηγοί των δύο πρώτων κομμάτων.
Όμως μια προσεκτικότερη ανάγνωση των αποτελεσμάτων αναδεικνύει και μια άλλη διπλή και ουσιαστικότερη επιταγή. Αφ’ ενός μεν την αναθεώρηση - επαναδιαπραγμάτευση των όρων και των συμφωνιών του Μνημονίου, αφού τα κόμματα της κυβερνητικής συνεργασίας την είχαν ως κυριότερο στοιχείο του προεκλογικού τους προγράμματος, αφ’ ετέρου δε -με τη σημαντική αύξηση της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ- τον περιορισμό ή και την αποτροπή λήψης επιπρόσθετων επαχθέστερων οικονομικών μέτρων, που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν σε εξαθλίωση τον λαό.
Το εκλογικό αποτέλεσμα επέβαλε -και τούτο έγινε πραγματικότητα- την ανάγκη συγκρότησης εθνικού μετώπου για τη σωτηρία του τόπου με βασικό πυλώνα κοινών επιδιώξεων, στο πλαίσιο πάντοτε της Ευρωζώνης.
Η μέγιστη σημερινή απαίτηση από τις πολιτικές δυνάμεις που ανέλαβαν το δυσχερέστατο έργο της διακυβέρνησης είναι να σχεδιάσουν με τρόπο τεχνοκρατικό και φερέγγυο το πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης χώρας, ώστε να βγει όσο το δυνατόν ταχύτερα από την κρίση.
Αυτό δε αποτελεί και το μεγαλύτερο στοίχημα του νέου κυβερνητικού συνδυασμού, δηλαδή να στελεχώσει τις κομβικές διοικητικές θέσεις με πρόσωπα τα οποία απολαμβάνουν ευρείας αποδοχής και εκτιμήσεως για τις επιστημονικές και τεχνικές δεξιότητές τους και τα οποία θα διαχειρισθούν αποτελεσματικά τα εξαιρετικά περίπλοκα ζητήματα και δυσχερέστατα προβλήματα της ελληνικής πολιτείας τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό.
Μια τέτοια επιλογή προσφέρει το πλεονέκτημα της όσο το δυνατόν απαρέγκλιτης εφαρμογής του κυβερνητικού προγράμματος, αφού οι τεχνοκράτες δεν υποκύπτουν στις λογικές του πολιτικού κόστους. Μέγιστη απαίτηση των καιρών είναι να υπάρξει ανάπτυξη και αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, σκληρότατες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας τόσο σε αμιγώς τεχνικό, δηλαδή οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει το κλιμα που δημιουργείται στη Γηραιά Ηπειρο εναντίον της άτεγκτης κεντροευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία απειλεί να εξαθλιώσει ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο. Ηδη η οικονομία φαίνεται να συρρικνώνεται δραματικά στην Ιταλία, ενώ στην Ισπανία η κατάσταση είναι εκρηκτική.
Ολες αυτές οι εξελίξεις όχι απλώς δεν ενισχύουν το κοινό μας νόμισμα, αλλά επισπεύδουν με γοργούς ρυθμούς την κατάρρευσή του, και αυτό θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν από τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει τώρα οποιαδήποτε προσπάθεια μπορεί να αποτρέψει την κλιμάκωση της κρίσης στη χώρα μας. Στην ουσία χρειαζόμαστε ένα νέο Μνημόνιο για το χρέος μας που, σε συνδυασμό με θεμελιακή αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας, θα οδηγήσει σε ανάπτυξη με μοναδικό στόχο την ευημερία του ελληνικού λαού.
// Καθημερινή //
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου