Η ζωή μας μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, ακόμη και στις πιο απλές πράξεις της καθημερινότητας μας, βασίζεται στο σκεπτικό του ότι αυτός που αναλαμβάνει ρίσκο ανταμείβεται. Πιο συγκεκριμένα: Μεγάλο ρίσκο, μεγάλο κέρδος. Μικρό ρίσκο, μικρό κέρδος. Κανένα ρίσκο, κανένα κέρδος. Κάποιος που ....
παίρνει ρίσκο και δικαιώνεται, είναι επόμενο και λογικό να απολαμβάνει τα μέγιστα της προσπάθειας του. Παρομοίως, κάποιος που δεν αναλαμβάνει ρίσκο, δεν μπορεί να έχει την απαίτηση να έχει την ίδια ανταμοιβή με κάποιον που αναλαμβάνει ρίσκο και κερδίζει.
Για ποιο λόγο κάποιος να έχει μεγαλύτερη ασφάλεια, περισσότερο εισόδημα και γενικά καλύτερες εργασιακές συνθήκες αν δεν αναλαμβάνει περισσότερο ρίσκο; Η απάντηση είναι ότι δεν θα έπρεπε. Κάτι τέτοιο είναι ενάντια στους νόμους της φύσης.
Στην άγρια φύση, η ανταμοιβή για το ρίσκο που αναλαμβάνει ο θηρευτής είναι ένα γεμάτο στομάχι. Αν ο θηρευτής δεν αναλάβει το ρίσκο για να πιάσει το θήραμα του, θα πεθάνει από ασιτία. Στη φύση η ανταμοιβή είναι η τροφή, στην ανθρώπινη κοινωνία είναι το χρηματικό έπαθλο. Παρομοίως λοιπόν, όταν μια κοινωνία δεν αναλαμβάνει ρίσκο αποτυγχάνει. Υπολείπεται των υπολοίπων σε θέματα πνευματικά, πολιτιστικά, πολιτικά, τεχνολογικά και πάνω από όλα οικονομικά.
Μια κοινωνία που δεν αναλαμβάνει ρίσκο μένει πίσω και δεν μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Δεν κατανοεί καινούργιες μεθόδους παραγωγής, νέες αντιλήψεις και καινούργιες κοινωνικές τάσεις. Διότι μεταξύ άλλων, ρίσκο σημαίνει και καινοτομία. Αν δε ρισκάρεις, μένεις πίσω όσον αφορά την καινοτομία. Η καινοτομία όμως είναι αυτή που καθορίζει τη διαφορά μεταξύ προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και προϊόντων απλής εμπορευματικής παραγωγής. Μην έχετε καμία αμφιβολία ότι ο κυριότερος λόγος για την πτώση της ανταγωνιστικότητας των τελευταίων ετών στην Ελλάδα έχει να κάνει και με την παντελή απουσία ρίσκου στην κοινωνία μας, κάτι που αντανακλάται και στις οικονομικές μας επιδόσεις.
Το βασικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι αυτή ακριβώς η ανισορροπία. Το ότι δηλαδή, έχουν ανατραπεί οι νόμοι της φύσης που διέπουν την ανταμοιβή σε σχέση με το ρίσκο. Είναι αφύσικο και αντιπαραγωγικό κάποιος που είναι στον δημόσιο τομέα να παίρνει περισσότερα από κάποιον στον ιδιωτικό τομέα. Ανατρέπει τους φυσικούς νόμους και κάνει κακό στην κοινωνία και στο σύνολο.
Αυτή η νοοτροπία όμως έχει επεκταθεί σε όλη την ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα και η ίδια η αγορά να μην αναλαμβάνει ρίσκο. Καμία μεγάλη ελληνική επιχείρηση δεν έχει επενδύσει λεφτά με σκοπό να παράγει κάτι το καινοτόμο. Όλες οι μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν να κάνουν με κρατικά συμβόλαια. Πρώτα διασφαλίζει κανείς ένα κρατικό συμβόλαιο και στη συνέχεια βάζει λεφτά. Δεν αναλαμβάνει κανείς το ρίσκο του να φτιάξει κάτι από το μηδέν. Στην Ελλάδα επένδυση συνήθως σημαίνει κάτι το σίγουρο και η εξίσωση δεν έχει άγνωστες μεταβλητές.
Επίσης, λόγω της διαφθοράς και των προνομιακών σχέσεων που διατηρούν αρκετοί με την πολιτική ηγεσία του τόπου, αποθαρρύνονται οι υπόλοιποι ακόμα περισσότερο διότι το παιχνίδι είναι σικέ. Πολύ απλά, η αγορά έχει αποφασίσει ότι η ανάληψη ρίσκου δεν αξίζει τον κόπο (εκ του αποτελέσματος) στην Ελλάδα.
Η ελληνική κοινωνία θέλει να ονομάζεται προοδευτική, είναι όμως άκρως συντηρητική. Η μη ανάληψη ρίσκου δεν είναι μόνο φαινόμενο του επιχειρηματικού στίβου. Για παράδειγμα, η υποκρισία της πολιτικής ηγεσίας τόσα χρόνια να μην θέλει να αναγνωρίσει ξένα πανεπιστημιακά πτυχία, είναι ακόμη ένα στοιχείο που φανερώνει την εσωστρέφεια και τον συντηρητισμό της κοινωνίας μας.
Το ότι οι Έλληνες συνεχώς ψηφίζουν τα δυο μεγάλα κόμματα και αρνούνται να πειραματιστούν με καινούργια πρόσωπα, αλλά επιμένουν σε μια χούφτα από πολιτικούς (ή τους απογόνους αυτών) είναι άλλο ένα σημάδι μη ανάληψης ρίσκου.
Το ερώτημα όμως είναι, γιατί η ελληνική κοινωνία είναι τόσο συντηρητική και δεν αναλαμβάνει ρίσκο; Η ελληνική κοινωνία δεν θέλει να παίρνει ρίσκο διότι έχει μάθει ότι το ρίσκο δεν ανταμείβεται στην Ελλάδα. Η πολυνομία, το απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο (νόμος περί ανωνύμων εταιρειών του 1920 για παράδειγμα) και πάνω από όλα το αναποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, δεν εγγυούνται ότι αυτός που αναλαμβάνει ρίσκο και κερδίζει, θα απολαύσει τον καρπό της προσπάθειας του.
Όλα αυτά όμως στο μέλλον θα ανατραπούν. Το δεδομένο που θα τα αλλάξει είναι η μείωση των μισθών του δημοσίου. Το γεγονός ότι οι μισθοί έχουν πέσει πολύ και ίσως πέσουν ακόμα περισσότερο, θα αλλάξει τις ισορροπίες, διότι δεν θα έχει κάποιος κίνητρο πλέον να μπει στο δημόσιο.
Η λογική λέει ότι καθώς όλο και λιγότεροι πολίτες θα θελήσουν να βρουν εργασία στο δημόσιο, θα ενδυναμωθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ανάληψη ρίσκου και την δημιουργία επιχειρήσεων, κάτι που θα μεταφραστεί (λογικά) σε ανάπτυξη. Στο βαθμό μάλιστα που αυτό συνοδευτεί από μια γενικότερη αναδιάρθρωση της κρατικής μηχανής (κάτι που είναι και προαπαιτούμενο), η αναπτυξιακή τροχιά που θα μπορούσε να πάρει η ελληνική οικονομία ίσως μας εκπλήξει.
Δεν είμαι υπέρ της μείωσης μισθών, αλλά επίσης δεν είμαι υπέρ του να υπάρχουν αυτές οι ανισορροπίες. Η αποκατάσταση των φυσικών νόμων που διέπουν το ρίσκο σε σχέση με την ανταμοιβή θα πρέπει να αποκατασταθούν αν θέλουμε αυτή η οικονομία να ισορροπήσει και να έχει ελπίδα για ανάπτυξη. Η μείωση των μισθών στο δημόσιο, θα συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς θα αποκαταστήσει τις ανατροπές στους φυσικούς νόμους τώρα και 30 χρόνια.
Όσο δεν αναλαμβάνουμε ρίσκο και αποφεύγουμε να πειραματιστούμε και να επενδύσουμε στην καινοτομία, τόσο θα υστερούμε κοινωνικά και πάνω από όλα οικονομικά. Και όσο οι μισθοί στο Δημόσιο είναι υψηλότεροι από τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ο συντηρητισμός και η αποφυγή ρίσκου θα εξακολουθεί να είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής κοινωνίας.
Του Γιωργού
Καισάριου γιά άλλα άρθρα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου