Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Ομιλία Ντόρας Μπακογιάννη στο Βερολίνο για την κρίση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη

Η ανεξάρτητη βουλευτής κ. Ντόρα Μπακογιάννη   μίλησε σήμερα σε εκδήλωση που οργάνωσε  το   Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ, στο Βερολίνο  με θέμα: «Η Ευρώπη και η Ελλάδα, η κρίση ως ευκαιρία».
Η Ντόρα Μπακογιάννη τόνισε ότι «αυτή η κρίση είναι μια ευκαιρία: μια ευκαιρία για μια πιο αποτελεσματική, πιο ενωμένη και πιο δυναμική Ευρώπη. Είναι και μια ευκαιρία για την Ελλάδα: μια μοναδική ευκαιρία να απελευθερώσουμε τον δυναμισμό του λαού μας και να εκμεταλλευτούμε τα πολλά γεωστρατηγικά, πολιτιστικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Αυτή είναι επίσης και μια ευκαιρία για μια καλύτερη οικονομική διακυβέρνηση του παγκόσμιου συστήματος.»
Αναφερόμενη στην κρίση της ελληνικής οικονομίας είπε ότι «η χρεοκοπία της Ελλάδας, κυρίες και κύριοι, ουδέποτε πρέπει να θεωρηθεί εναλλακτική λύση. Τα αποτελέσματά της θα ήταν ευρύτατα, κατά μεγάλο μέρος απρόβλεπτα και πιθανόν ακόμα και καταστροφικά – κι όχι μόνο για την Ευρώπη». Ενώ μιλώντας για τις διεθνείς διαστάσεις της κρίσης σημείωσε: «είμαστε αντιμέτωποι με μια παγκόσμια κρίση ρευστότητας: χαμηλά κρατικά έσοδα, μεγάλα ελλείμματα, συσσωρευμένα δημόσια χρέη. Αυτή είναι η καινούρια αρνητική παγκόσμια οικονομική δυναμική.»
Αναφέρθηκε στις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας αλλά και σ΄ αυτές της ευρωζώνης καθώς και πως επηρέασε στην εξέλιξη της κρίσης τόσο η διασύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας όσο και οι  επιπτώσεις που είχαν οι καθυστερημένες αντιδράσεις τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων, όσο και της Ε.Ε. και της Γερμανίας.  Παρουσίασε τη θέση της ελληνικής οικονομίας όπως προκύπτει από διάφορα στοιχεία,  αναφέρθηκε στις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις και τη διασύνδεση της ελληνικής οικονομίας με αυτή της Γερμανίας και έδωσε συγκεκριμένες απαντήσεις για την εικόνα που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες για την Ελλάδα στην γερμανική κοινή γνώμη. 
Σημείωσε ότι υπό τις δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνονται στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία η Ελλάδα και η Ευρώπη έχουν ένα ειδικό καθήκον. Για την Ελλάδα είπε ότι «Το υπέρτατο καθήκον της Ελλάδας είναι ταυτόχρονα ηθικό και πρακτικό. Η χώρα μου χρειάζεται να κοιτάξει τις ευθύνες της έναντι τόσο των εταίρων της όσο και, ιδίως, του λαού της. Να αναμορφώσει το σύνολο του οικονομικού και πολιτικού της συστήματος: λιγότεροι και πιο αποτελεσματικοί δήμοι και Περιφέρειες, πιο περιορισμένη, «καθαρότερη» και πολύ πιο αποτελεσματική κεντρική διακυβέρνηση. Έχουμε απόλυτη ανάγκη να ξυπνήσουμε εκ νέου - και εντός της Ελλάδος - την επιχειρηματική δύναμη του λαού μας. Να περιορίσουμε το χρέος, όχι μόνο με μέτρα λιτότητας, αλλά επίσης με μία ενδυνάμωση της ανάπτυξης, που θα αρχίσει σταδιακά να δημιουργεί πλεονάσματα. Μόνον έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε το υψηλό δημόσιο χρέος μεσοπρόθεσμα: προσελκύοντας συνεχώς όλο και μεγαλύτερες ελληνικές και ξένες επενδύσεις και αναζωογονώντας γενικότερα την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα.»
Αναφερόμενη στα θέματα της Ευρώπης τόνισε ότι «Η Ευρώπη έχει υποστεί κριτική ότι στερείται και τα δύο: ότι στερείται ηγεσίας και ότι στερείται ενός οράματος για το μέλλον. Τώρα χρειάζεται και τα δύο: και να επιδείξει δύναμη και να ξαναδώσει ελπίδα στους πολίτες της. Διαθέτουμε ήδη δύο μηχανισμούς υποστήριξης. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι, κατ’ αρχάς, μια πλήρη αναμόρφωση της οικονομικής μας διακυβέρνησης». Και αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες προτάσεις για τη  μελλοντική ενοποίηση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας της κ.Ντόρας Μπακογιάννη  (Παρατίθεται το γερμανικό κείμενο της ομιλίας σε ελληνική μετάφραση)

Κύριε Πρόεδρε,
Κύριε Γενικέ Διευθυντά.
Εξοχότατοι,
Κυρίες και Κύριοι,

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Ακαδημία «Κόνραντ Αντενάουερ» για την ευγενική της πρόσκληση να μιλήσω σήμερα εδώ, ενώπιον ενός εκλεκτού και ιδιαιτέρως ενημερωμένου ακροατηρίου.

Θα επιθυμούσα επίσης ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο της Ακαδημίας και τέως Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον κ. Πέττερινγκ, με τον οποίον είχα την ευχαρίστηση να έχω μια άκρως ενδιαφέρουσα συνομιλία νωρίτερα. Η Ακαδημία έχει μακρά εμπειρία με τα ελληνικά θέματα, καθώς έχει συνεργαστεί για αρκετά χρόνια με ελληνικές δεξαμενές σκέψεις της κεντροδεξιάς, ακόμα περισσότερο στα χρόνια πριν από την είσοδο της Ελλάδας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Πιστεύω ότι ουδέποτε έκτοτε έχει χάσει το ενδιαφέρον της για τις ελληνικές υποθέσεις.

Κυρίες και Κύριοι,

Αυτή είναι η πρώτη μου διάλεξη στο εξωτερικό μετά από αρκετούς κρίσιμους μήνες· την απώλεια της εξουσίας από τη Νέα Δημοκρατία τον Οκτώβριο· τον μακρύ και έντονο προεκλογικό αγώνα για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας· τους μήνες αβεβαιότητας και αγωνίας για την χώρα μου, καθώς αγωνιζόταν να αντιμετωπίσει μια κρίση χρέους που σύντομα μετατράπηκε σε μια κρίση του ευρώ, ή ακόμα και σε παγκόσμια κρίση χρέους.

Πιστεύω ότι η δομή της ομιλίας μου θα είναι αρκετά ξεκάθαρη: θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω την δική μου ανάλυση για το πώς και γιατί η κρίση αυτή εμφανίστηκε πρώτα στην Ελλάδα. Για τις επιδράσεις της στην Ευρώπη και στην παγκόσμια οικονομία και, πάνω απ’ όλα, για τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, όπως συχνά συμβαίνει μετά από περιόδους κρίσης. Ιδιαίτερα, για τις ευκαιρίες για μας στην Ευρώπη. Καθώς η Κίνα καταλαμβάνει όλο και πιο σημαντική θέση διεθνώς, είναι καλό να θυμόμαστε ότι το κινεζικό ιδεόγραμμα για τη λέξη «κρίση» έχει διττή σημασία: σημαίνει επίσης «ευκαιρία».

Κυρίες και Κύριοι,

Αυτή η κρίση, όπως οι περισσότερες κρίσεις, μπορεί πράγματι να καταστεί μια ευκαιρία, αν όμως είμαστε και αποφασισμένοι να τη μετατρέψουμε σε ευκαιρία. Γνωρίζω ότι το ακροατήριό μου, καθώς και ο γερμανικός λαός γενικότερα, βλέπουν τα πράγματα, γενικά, από μια διαφορετική οπτική γωνία σχετικώς με την ελληνική κρίση. Αυτή είναι, δυστυχώς, μια από τις πλέον δυσάρεστες «παράπλευρες απώλειες» αυτής της κρίσης: η αναβίωση των καθαρά «εθνικών» τρόπων του σκέπτεσθαι στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι καθίσταται ακόμα πιο χρήσιμο το να σας παρουσιάσω σήμερα την ελληνική προοπτική και ανάλυση, ώστε να καταστεί δυνατή μια περισσότερο ολοκληρωμένη αντίληψη του θέματος.

Ανέφερα ήδη ότι πιστεύω πως η παρούσα κρίση μπορεί να καταστεί και μια ευκαιρία: χρειαζόμαστε, όντως, να εναρμονίσουμε περισσότερο και πιο αποτελεσματικά τις Κοινοτικές πολιτικές, ιδιαίτερα την οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε., καθώς και την δημοσιονομική και νομισματική μας πολιτική. Να αντιμετωπίσουμε τα κύρια προβλήματα που αναφύονται στις διεθνείς αγορές, ιδιαιτέρως δε να προβούμε σε ρύθμιση των παραγώγων, όπως τα swaps, περί των οποίων έχει γίνει τόση συζήτηση τελευταίως. Πάνω απ’ όλα όμως οφείλουμε να ξαναδημιουργήσουμε την προοπτική για περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η τελική απάντηση σ’ αυτήν την κρίση, μέσα στην Ένωσή μας – καθώς και έναντι των παγκοσμίων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. – πρέπει να είναι, πιστεύω, περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη.

Κυρίες και Κύριοι,

Θα ξεκινήσω με τον σπινθήρα που ξεκίνησε την τελευταία κρίση στην Ελλάδα και θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω την οπτική γωνία της Αθήνας. Η Ελλάδα έχει ευρέως παρουσιαστεί στα παγκόσμια ΜΜΕ ως μια αναποτελεσματική χώρα, από τις τελευταίες στην Ε.Ε. και μαστιζόμενη από διαφθορά. Όλοι γνωρίζουμε, επιπλέον, την ιδιαίτερη εικόνα που έχει δημιουργηθεί για την Ελλάδα σε μερίδα των ευρείας κυκλοφορίας γερμανικών εντύπων.

Ήδη από το 1989, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης  – και μετέπειτα Πρωθυπουργός – χτυπούσε τον κώδωνα του κινδύνου για την ελληνική οικονομία, μετά από 8 χρόνια σοσιαλιστικής διακυβέρνησης: «το χρέος αυτό», προειδοποιούσε από τότε ακόμα, «μια μέρα μπορεί να βυθίσει την Ελλάδα και να στερήσει τα παιδιά μας από τα οφέλη που απολαμβάνουμε σήμερα […]». Είναι γεγονός ότι υπήρχαν πάντοτε συγκεκριμένες επίμονες παθολογίες που συνόδευσαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος από την εποχή της δημιουργίας του: πελατειακές σχέσεις, συγκεντρωτισμός, κυριαρχία μικροκομματικών συμφερόντων και κάποτε εμφύλια διαμάχη ή και δικτατορία. Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι, στη μακρά πλέον ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, η χώρα έζησε υπό δικτατορική διακυβέρνηση για ένα σύνολο μόλις 11 ετών. Οι συγκρίσεις λοιπόν με την Ισπανία και την Πορτογαλία στον τομέα αυτό, είναι ατυχείς.

Μέχρι το 1981, όταν η Νέα Δημοκρατία έχασε τις εκλογές, το ελληνικό κράτος δεν παρουσίαζε ακόμα ιδιαίτερη παθολογία στους τομείς του υπερβολικού χρέους, της εκτεταμένης διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητας, φαινόμενα που εντάθηκαν στη συνέχεια. Το δημόσιο χρέος, για παράδειγμα, ήταν μικρότερο του ημισεως του σημερινού γερμανικού δημόσιου χρέους. Στα σχεδόν 30 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, το χρέος συσσωρεύτηκε και ο δημόσιος τομέας κατέστη τόσο μεγάλος, ώστε να είναι πλέον εκτός ελέγχου. Υπολογίζεται ότι, σήμερα, 1 στους 10 Έλληνες πολίτες περίπου είναι, εν στενή ή ευρεία έννοια, δημόσιος υπάλληλος. Οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά, υπό διαδοχικές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, αυξάνονταν συνεχώς. Η Νέα Δημοκρατία, ως κεντροδεξιό κόμμα, είναι διπλά υπεύθυνη γι’ αυτήν την πορεία από το 2004, όταν επέστρεψε στην εξουσία: και τούτο γιατί – σε αντίθεση με τους αντιπάλους της – ήταν ιδεολογικά καλύτερα τοποθετημένη για ένα μικρότερο, υγιέστερο και πιο αποτελεσματικό κράτος και υπέρ της ελεύθερης αγοράς, σε σχέση με τον δυσκίνητο κρατικό μηχανισμό. Δυστυχώς, σε όλα αυτά τα θέματα, όχι μόνο απέφυγε να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές, αλλά επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση.

Κυρίες και Κύριοι,

Από την άλλη πλευρά η χώρα μου, τα τελευταία 30 χρόνια, παρουσίασε και αξιοσημείωτη πρόοδο: σε κάθε περίπτωση, είναι μια πολύ πιο σημαντική χώρα για την Ευρώπη, σε σχέση με αυτό που θα συμπέραινε κανείς διαβάζοντας σήμερα τον διεθνή Τύπο.

Επιτρέψτε μου να στρέψω την προσοχή σας σε ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία: η ελληνική οικονομία είναι βέβαια μικρή, συγκρινόμενη με της Γερμανίας. Είναι συγκεκριμένα το ένα ενδέκατο της γερμανικής. Το μέγεθός της, εντούτοις (πάνω από 300 δις. δολάρια) την τοποθετεί ανάμεσα στις 30 πρώτες οικονομίες του κόσμου. Το ελληνικό ΑΕΠ, για παράδειγμα, είναι μόλις 4 φορές μικρότερο από εκείνο της Ινδίας, μιας χώρας με περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο κατοίκους. Η ελληνική οικονομία είναι 15 φορές μικρότερη από την κινεζική, της οποίας όμως ο πληθυσμός είναι 160 φορές μεγαλύτερος. Η Ελλάδα έχει επίσης σημαντικό περιφερειακό ρόλο.

Εταιρίες ελληνικών συμφερόντων έχουν επενδύσει πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ν.Α. Ευρώπη, συντελώντας έτσι κι αυτές στη σταθεροποίηση μιας κρίσιμης για την Ευρώπη περιοχής. Περίπου 1 εκατομμύριο ξένοι εργαζόμενοι, ιδίως από τις βαλκανικές χώρες, ζουν και εργάζονται στην χώρα μου, στηρίζοντας τόσο την ίδια όσο και τις χώρες προέλευσής τους. Το 30% των τραπεζικών κεφαλαίων στα Βαλκάνια ανήκουν σε ελληνικές τράπεζες. Η χώρα μου, επιπλέον, διαθέτει ένα εργατικό δυναμικό μεταξύ των πιο μορφωμένων και πολύγλωσσων στον κόσμο. Τέλος, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, οι Έλληνες, που ελέγχουν πάνω από το ήμισυ της εμπορικής ναυτιλίας της Ε.Ε., είναι στη θάλασσα ό,τι είναι οι Γερμανοί στην ξηρά, στη βιομηχανία. Ο κολοσσιαίος ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ένα μεγάλο ευρωπαϊκό πλεονέκτημα: κατά τη διάρκεια της κρίσης στο Λίβανο, π.χ., ελληνικά πλοία εκκένωσαν ταχύτατα τους πολίτες 19 κρατών, μεταφέροντάς τους με ασφάλεια. Αυτό δείχνει ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου στόλου δεν έχει μόνο οικονομικά πλεονεκτήματα για την Ευρώπη. Σημειώνω ακόμα ότι περίπου το 60% των εμπορικών μεταφορών προς την Κίνα και το 35% προς τις ΗΠΑ διεξάγονται με πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας.

Μια πτώση της Ελλάδας είναι αδιανόητη, κυρίες και κύριοι: η οικονομία της δεν είναι ούτε πολύ μικρή ούτε απομονωμένη. Οι οικονομικές της διασυνδέσεις είναι σημαντικές, ιδίως στη Ν.Α. Ευρώπη - αλλά και πέραν αυτής. Η διεθνής παρουσία της χώρας δεν είναι διόλου ασήμαντη. Η δε γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας για την Ευρώπη είναι κάτι περισσότερο από προφανής: στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και με μια ακτογραμμή που υπερβαίνει τα 16.000 χιλιόμετρα. Δεν θα αναφέρω τον συμβολισμό που έχει η Ελλάδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρώπης, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αναγκαίο για το σημερινό μου ακροατήριο.

Κυρίες και Κύριοι,

Τα στοιχεία αυτά τα αναφέρω για να καταδείξω ότι η χώρα μου διαθέτει δυνάμεις και δυναμισμό, παρ’ όλες τις εσωτερικές της δομικές αδυναμίες.

Οι αδυναμίες, βέβαια, αυτές είναι σαφώς υπαρκτές και σε μεγάλο βαθμό εξηγούν την παρούσα κρίση. Έχω ήδη αναφερθεί στον μεγάλο δημόσιο τομέα, που αναπόφευκτα συνοδεύεται και από μια, συχνά παραλυτική, γραφειοκρατία. Προσθέτω σ’ αυτά την μάλλον αδύναμη βιομηχανική και εξαγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας και τον σχετικά βραδυκίνητο αγροτικό τομέα, που δεν εκσυγχρονίζεται με τον ρυθμό που θα θέλαμε. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά εν μέρει μόνον αντιμετωπίζονται από την ελληνική κυβέρνηση.

Δεν πρέπει, όμως, να γίνει το μέγα λάθος να πιστέψει κανείς ότι η παρούσα οξεία κρίση χρέους στην Ελλάδα οφείλεται μόνο σε εσωτερικούς λόγους. Υπάρχουν δύο μείζονες εξωτερικοί παράγοντες που έχουν επίσης παίξει καίριο ρόλο: η παγκόσμια οικονομική κρίση, αφενός, και οι εγγενείς δομικές ανισορροπίες της ευρωζώνης, αφετέρου. Η παγκόσμια οικονομική κρίση χτύπησε την Ελλάδα αργότερα απ’ ό,τι άλλες χώρες. Αλλά, για τους λόγους που προανέφερα, την βρήκε σε αδυναμία: όσο το ελληνικό εθνικό εισόδημα αναπτυσσόταν κατά 4,5% υπό τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, η εξυπηρέτηση του χρέους δεν παρουσίαζε σημαντικά προβλήματα. Αυτό όμως οδήγησε σε μια επικίνδυνη αδράνεια τις κυβερνήσεις αυτές, ως προς την αντιμετώπιση των θεμελιωδών δομικών προβλημάτων που προανέφερα. Αυτός είναι ο λόγος που η κρίση χτύπησε την Ελλάδα τόσο έντονα. Ενισχύθηκε από τις βαθύτερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και του κρατικού της τομέα. Όταν η κρίση έφτασε, τα κρατικά έσοδα έπεσαν απότομα. Οι άδηλοι πόροι, π.χ., παρουσίασαν κάθετη πτώση: στον ναυτιλιακό τομέα, για παράδειγμα, έπεσαν από τα 18 στα 13 δισεκατομμύρια ευρώ. Η πτώση των εσόδων από τον τουρισμό ξεπέρασε το 10%, ενώ αντίστοιχη πτώση παρουσίασαν και τα έσοδα από την βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα της χώρας. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι το προβλεπόμενο έλλειμμα μεγάλωσε πέρα από κάθε προσδοκία: από το αναμενόμενο 6% στο περίπου 14% προς το τέλος του 2009.

Ανάλογο ρόλο έπαιξαν και οι δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης. Χαμηλή εσωτερική ζήτηση αλλά και εξαγωγικός δυναμισμός στο Βορρά. Υψηλές εισαγωγές και μια, κατ’ επίφαση εύκολη ανάπτυξη στον Νότο. Οι δυο αυτές παράλληλες εξελίξεις οδήγησαν σε μεγάλα πλεονάσματα στον Βορρά και σε υψηλά χρέη στον Νότο - και στην Ιρλανδία.

Ας μη γελιόμαστε: η οικονομική ισχύς του Βορρά εξηγείται εν μέρει από την οικονομική αδυναμία του Νότου. Η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς την Γερμανία, π.χ., είναι μόλις το 1/4 ή 1/5 των εισαγωγών. Αν προσθέσετε σ’ αυτά και τις ελληνικές αμυντικές προμήθειες – είμαστε ο 4ος μεγαλύτερος αγοραστής γερμανικών οπλικών συστημάτων διεθνώς – τότε, και μόνο τότε, έχετε την πλήρη εικόνα. Τα 2/3 των πελατών της Γερμανίας βρίσκονται στην Ευρώπη. Και το εμπορικό της περίσσευμα τους πρώτους 11 μήνες του 2009, ανήλθε στα 122,4 δισεκατομμύρια ευρώ.

Κυρίες και Κύριοι,

Μερικοί έσπευσαν να παραλληλίσουν την ελληνική περίπτωση, ως τον σπινθήρα που «άναψε» και τα προβλήματα και για το ευρώ, με την Lehman Brothers. Ο Paul Krugman στους New York Times προτιμά να αποκαλεί την Ελλάδα «The General Motors of countries»! Πιστεύω όμως ότι όλοι αυτοί οι αφορισμοί μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας αποκαλύπτουν. Γι’ αυτό και, στο σημείο αυτό, θα αναφέρω τρεις ακόμα βασικές πραγματικότητες, που έπαιξαν κι αυτές ρόλο στο να δημιουργηθεί η παρούσα κρίση.

Πρώτον, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα απεδείχθη απείρως πιο διασυνδεδεμένο απ’ ό,τι πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα. Ο σπινθήρα που ακούει στο όνομα Lehman Brothers, λ.χ., και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που ακολούθησαν, καταδεικνύουν ξεκάθαρα αυτή την αλήθεια.

Δεύτερον, τη σοσιαλιστική ελληνική κυβέρνηση, πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009, όχι μόνον υποσχέθηκε περαιτέρω δαπάνες, αντί να εξαγγείλει οικονομίες, αλλά έχασε και πολύτιμο χρόνο, με αδράνεια σε όλα τα επίπεδα: τα spreads τον Οκτώβριο ήταν μόλις 1% πάνω από τα γερμανικά. Η Ελλάδα, λοιπόν, έπρεπε να αντιμετωπίσει πρώτα τις δανειακές της ανάγκες, να ξοδέψει λιγότερο χρόνο διαφημίζοντας τις αδυναμίες της, που εκτόξευσαν το κόστος του δανεισμού, και να ανακοινώσει σύντομα ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης της οικονομίας και του δημόσιου τομέα. Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά, ενώ οι αγορές, μέρα με την ημέρα, «εξαγριώνονταν».

Τρίτον, η Ε.Ε. - και ιδιαίτερα η Γερμανία - υπήρξαν εξίσου βραδείς, τόσο στο να αντιληφθούν όσο και στο να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. «Οι ανεύθυνοι Έλληνες», ως θεωρία, ήταν μια ελάχιστα κατανοητή εξήγηση για την βαρύτητα της συνολικής κρίσης.

Πρακτικώς, τόσο η ελληνική όσο και η γερμανική κυβέρνηση καθυστέρησαν να αντιληφθούν τι ζημιά μπορούσε να κάνει σε σύντομο διάστημα η διασυνδεδεμένη παγκόσμια οικονομία και η αστάθεια, η ανασφάλεια, ή, αν θέλετε, και η απληστία των αγορών, όταν συνειδητοποιούν την ύπαρξη πολιτικού κενού στην οικονομική διακυβέρνηση. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε πλέον: απλησίαστα επιτόκια δανεισμού κατέστησαν τον δανεισμό της Ελλάδας περίπου αδύνατο και χρειάστηκε να δημιουργηθεί ένας ειδικός μηχανισμός από την Ε.Ε., την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ. για να αντιμετωπιστεί το ελληνικό πρόβλημα.

Η αντίδραση των αγορών (και μερικοί θα έλεγαν, ορισμένων σκοτεινότερων πλευρών των αγορών), ανέβασε υπέρμετρα το κόστος αυτής της στήριξης. Επιπλέον, η προσοχή των αγορών στράφηκε γρήγορα και προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης που θεώρησαν ως «αδύναμους κρίκους». Γι’ αυτό και σύντομα θεωρήθηκε αναγκαίος ένας γενικότερος μηχανισμός στήριξης, που πλησιάζει σε ύψος το 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια. Όλη αυτή η κρίση μέσα στην ευρωζώνη, όμως, δεν αναπτύχθηκε όπως αναπτύχθηκε μόνο εξαιτίας της Ελλάδας και άλλων χωρών του  Club Med. Οι χρηματιστές είχαν ήδη σημειώσει μιαν ευρύτερη τάση, ότι το δημόσιο δηλαδή χρέος διεθνώς είχε ανέλθει από το 0.3% (που ήταν πριν την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης) σε περισσότερο από 6% σήμερα.

Αφότου η δημοσιονομική και πιστωτική κρίση εξαπλώθηκε από τις ΗΠΑ στις διεθνείς αγορές, είμαστε αντιμέτωποι με μια παγκόσμια κρίση ρευστότητας: χαμηλά κρατικά έσοδα, μεγάλα ελλείμματα, συσσωρευμένα δημόσια χρέη. Αυτή είναι η καινούρια αρνητική παγκόσμια οικονομική δυναμική.

Κυρίες και Κύριοι,

Καθώς γνωρίζετε, δεν είμαι οικονομολόγος και δεν μπορώ φυσικά να υπεισέλθω σε μεγάλες λεπτομέρειες σχετικά με την δημοσιονομική διάσταση της κρίσης. Αρκεί νομίζω να επαναλάβω αυτό που ο καθένας γνωρίζει: ότι χρειάζεται να κατανοήσουμε το πώς το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι σήμερα τόσο διασυνδεδεμένο.

Να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά πώς μια τοπική ανησυχία για το δημόσιο χρέος μιας από τις μικρές προς μεσαίες ευρωπαϊκές οικονομίες ανάγκασε την Βραζιλία να περιορίσει την πώληση μετοχών και προκάλεσε αποδυνάμωση ασιατικών νομισμάτων, όπως το νοτιοκορεατικό γουόν. Πρέπει να εξετάσουμε, επίσης, γιατί μεγάλες οικονομίες, όπως η Βρετανία, η Ιαπωνία, ακόμα και οι ΗΠΑ, θεωρούν και τα δικά τους χρέη μείζον πρόβλημα – και πώς αναμένεται να αντιδράσουν σ’ αυτήν την κατάσταση οι αγορές. Πρέπει να θυμόμαστε ότι υπάρχει ένα τρισεκατομμύριο δολλάρια αμερικανικών δανείων προς τη Γαλλία και τη Γερμανία και άλλων 200 δισεκατομμυρίων προς την Ισπανία. Καλό είναι, επίσης, να θυμόμαστε ότι, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, στη Βασιλεία της Ελβετίας, πάνω από 200 δισεκατομμύρια ευρώ ελληνικού χρέους οφείλεται σε μόλις 4 ευρωπαϊκές χώρες.

Γι’ αυτό και η χρεοκοπία της Ελλάδας, κυρίες και κύριοι, ουδέποτε πρέπει να θεωρηθεί εναλλακτική λύση. Τα αποτελέσματά της θα ήταν ευρύτατα, κατά μεγάλο μέρος απρόβλεπτα και πιθανόν ακόμα και καταστροφικά – κι όχι μόνο για την Ευρώπη. Το σωρευόμενο χρέος όλων αυτών των αναπτυγμένων κρατών, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, δεν είναι διατηρήσιμο. Αλλά η χρεοκοπία απλώς δεν συνιστά επιλογή: οι αλυσιδωτές οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, όπως είπα, θα ήταν απρόβλεπτες. Και αυτό που πιθανόν να ακολουθούσε στο κοινωνικό, πολιτικό, ακόμα και στο ιστορικό επίπεδο, ίσως να ήταν ένας «σεισμός».

Επιτρέψτε μου να παραθέσω τον Robert Kaplan, τον πολύ γνωστό ειδικό σε θέματα διεθνούς ασφάλειας και Ατλαντιστή. Παραθέτω: «Η Γερμανία θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα, με μόλις 11.000.000 κατοίκους, παραμένει εντούτοις το υπέρτατο σημείο καταγραφής της υγείας της Ευρώπης. Η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων στην Αθήνα», συνεχίζει, «θα μας πει πολλά για την επιτυχία ή την αποτυχία του Ευρωπαϊκού Σχεδίου».

Κυρίες και Κύριοι,

Υπ’ αυτές τις βαρύθυμες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες συνθήκες, υπάρχει ένα καθήκον για την Ελλάδα. Υπάρχει επίσης ένα καθήκον για την Ευρώπη.

Το υπέρτατο καθήκον της Ελλάδας είναι ταυτόχρονα ηθικό και πρακτικό. Η χώρα μου χρειάζεται να κοιτάξει τις ευθύνες της έναντι τόσο των εταίρων της όσο και, ιδίως, του λαού της. Να αναμορφώσει το σύνολο του οικονομικού και πολιτικού της συστήματος: λιγότεροι και πιο αποτελεσματικοί δήμοι και Περιφέρειες, πιο περιορισμένη, «καθαρότερη» και πολύ πιο αποτελεσματική κεντρική διακυβέρνηση. Έχουμε απόλυτη ανάγκη να ξυπνήσουμε εκ νέου - και εντός της Ελλάδος - την επιχειρηματική δύναμη του λαού μας. Να περιορίσουμε το χρέος, όχι μόνο με μέτρα λιτότητας, αλλά επίσης με μία ενδυνάμωση της ανάπτυξης, που θα αρχίσει σταδιακά να δημιουργεί πλεονάσματα. Μόνον έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε το υψηλό δημόσιο χρέος μεσοπρόθεσμα: προσελκύοντας συνεχώς όλο και μεγαλύτερες ελληνικές και ξένες επενδύσεις και αναζωογονώντας γενικότερα την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αίροντας τα, πολλαπλά, αντικίνητρα που υπάρχουν σήμερα και θεσπίζοντας νέα κίνητρα δημιουργίας.

Οι συμπατριώτες μου έχουν υποβληθεί σήμερα σε ένα πρόγραμμα λιτότητας άνευ προηγουμένου. Πάμπολλοι Έλληνες και διεθνείς αναλυτές φοβούνται ότι αυτή η ακραία λιτότητα θα επιδεινώσει μεσοπρόθεσμα το πρόβλημα του χρέους. Οι μισθοί έχουν περικοπεί, κατά τομείς, ακόμα και κατά 30%. Οι φόροι έχουν αυξηθεί ακόμα και 50%, όπως στην περίπτωση της βενζίνης. Την ίδια στιγμή, ενώ πολλά ακούγονται για αποκρατικοποιήσεις, λίγα πραγματοποιούνται.

Οι υψηλές αμυντικές δαπάνες (καθώς η Ευρώπη «μας» δεν βοηθά τα μέλη της να αμυνθούν) έχουν κάπως περικοπεί. Ο Φ.Π.Α. έχει ανέβει σημαντικά. Χιλιάδες δημοτικές (κυρίως) και κρατικές υπηρεσίες αναμένεται να καταργηθούν. Το συνταξιοδοτικό σύστημα βρίσκεται σε διαδικασία συνολικής αναμόρφωσης που περιλαμβάνει και άνοδο των ορίων ηλικίας.

Κυρίες και Κύριοι,

Η Ελλάδα προσπαθεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Ε.Ε., της Ε.Κ.Τ. και του Δ.Ν.Τ. Αλλά, ευρισκόμενη στο Βερολίνο, θα ήθελα να προσφέρω την εξής προειδοποίηση προς τους εταίρους μας, και ιδίως προς την Γερμανία: κάνω έκκληση, στην Ε.Ε. ιδιαίτερα, να εξαντλήσει τις δυνάμεις της προσφέροντας μια αναπτυξιακή προοπτική για την Ελλάδα. Αυτή είναι μια πλευρά αντιμετώπισης της κρίσης εξίσου αναγκαία με το πρόγραμμα λιτότητας.

Πρακτικώς, οι δύο αυτές πολιτικές θα έπρεπε να είναι απόλυτα συμπληρωματικές. Αλλά, δυστυχώς, ακόμα δεν υπάρχει και κανένα σημαντικό αναπτυξιακό πρόγραμμα και από την πλευρά της ελληνικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Αναγνωρίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση αγωνίζεται να περάσει τα μέτρα λιτότητας. Εντούτοις, η καθυστέρηση παρουσίασης μιας συνολικής αναπτυξιακής πρότασης είναι απαράδεκτη. Η Ε.Ε., μια ομπρέλα για όλα τα κράτη-μέλη της, πρέπει να επέμβει, μαζί με το Δ.Ν.Τ. και να προσφέρει μια πραγματική αναπτυξιακή προοπτική στην Ελλάδα.

Αυτή η κρίση είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την χώρα μου να καταστεί εκ νέου άξια του μεγάλου της ονόματος. Δεν πρέπει να τη σπαταλήσει. Αλλά και οι εταίροι μας έχουν κι εκείνοι ένα μερίδιο ευθύνης να μην χαθεί αυτή η ευκαιρία. Η αυτοανάλυση που έχει γίνει ως τώρα, φτάνει. Ο Νίτσε μας έχει προειδοποιήσει: «Αν κοιτάς την άβυσσο για πολύ, τότε και η άβυσσος θα σε κοιτάξει και εκείνη με τη σειρά της».

Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,

Η μείζων αυτή κρίση είναι, πράγματι, και μια ευκαιρία για την Ελλάδα. Αλλά είναι πάνω απ’ όλα και μια ευκαιρία για ολόκληρη την Ευρώπη, για την ήπειρο στην οποία η Ελλάδα ανήκει και στην οποία έχει δώσει το όνομά της.

Κοιτάζοντας προς τα πίσω, αισθάνομαι ακόμα πιο ευτυχής που τελειώσαμε με τις θεσμικές υποθέσεις της συνθήκης της Λισσαβόνας, παρόλο που μένουν ακόμα να ρυθμιστούν αρκετές, διόλου ασήμαντες, πρακτικές υποθέσεις εφαρμογής της. Η περίοδος μέχρι να φτάσουμε στην υπογραφή της Συνθήκης ήταν επίπονη και δύσκολη. Και ήταν μια περίοδος κατά την οποία η Γερμανία και η Ελλάδα εργάστηκαν πολύ στενά η μία με την άλλη, ακόμα και με τρόπους που δεν έγιναν πάντοτε ορατοί. Πρακτικώς, τα τελευταία 30 χρόνια, οι δύο χώρες μας μοιράστηκαν τις ίδιες ακριβώς ιδέες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση – πράγμα σπάνιο στην Ε.Ε. Και είναι δυό φορές κρίμα ότι η παρούσα κρίση επέτρεψε στους στενοκέφαλους και των δύο χωρών μας να έρθουν στο προσκήνιο και να δηλητηριάσουν 60 χρόνια μιας υποδειγματικής ελληνογερμανικής σχέσης.

Με την Συνθήκη της Λισσαβόνας πίσω μας, ήρθε πλέον η ώρα να εργαστούμε για την εναρμόνιση και την διακυβέρνηση της ευρωζώνης, αλλά και της Ε.Ε. συνολικά. Η βοήθεια προς την Ελλάδα άργησε, αλλά δεν πρέπει να χαθεί. Πρέπει να επιμείνουμε όλοι ώστε να υπάρξει η αναπτυξιακή διάσταση, όπως το ανέφερα ήδη. Ο ευρύτερος μηχανισμός υποστήριξης στην ευρωζώνη, με το ECOFIN  της 9ης Μαΐου, ήρθε κι αυτός αργά – αλλά ήταν εντυπωσιακός: συνολικά διατίθενται 720 δισεκατομμύρια ευρώ ως προληπτικό μέτρο για κράτη-μέλη με προβλήματα. Επιτρέψτε μου να κάνω μια πρόβλεψη: δεν θα χρειαστούν!

Κυρίες και Κύριοι,

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Ευρωπαίοι, ιδίως στον Νότο, αισθάνονται αδύναμοι και ευάλωτοι, ιδιαίτερα οι συμπατριώτες μου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όμως, υπενθυμίζω στους συμπατριώτες μου την εξής γερμανική παροιμία: «οι ισχυροί έχουν θέληση και οι αδύνατοι έχουν ελπίδα».  Η Ευρώπη έχει υποστεί κριτική ότι στερείται και τα δύο: ότι στερείται ηγεσίας και ότι στερείται ενός οράματος για το μέλλον. Τώρα χρειάζεται και τα δύο: και να επιδείξει δύναμη και να ξαναδώσει ελπίδα στους πολίτες της.

Διαθέτουμε ήδη δύο μηχανισμούς υποστήριξης. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι, κατ’ αρχάς, μια πλήρη αναμόρφωση της οικονομικής μας διακυβέρνησης. Δεν μας λείπουν οι προτάσεις. Υπάρχουν προτάσεις της Κομισιόν, της Γερμανίας, του Ο.Ο.Σ.Α. και ενός μεγάλου αριθμού διεθνών παρατηρητών.

Έχουν ήδη αναδειχθεί ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες θα μπορούσαμε να δεχθούμε όλοι:
  • Υπάρχει ανάγκη για μια γνώμη της Επιτροπής κατά την κατάρτιση των εθνικών προϋπολογισμών. Δεν μιλάω για άμεση επέμβαση της Επιτροπής, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον ρόλο των κυρίαρχων εθνικών κοινοβουλίων. Αλλά, σε μια Ένωση, υπάρχει πάντα χώρος για αμοιβαία διαβούλευση, ακόμα και για αυστηρές προειδοποιήσεις.
  • Μια διαδικασία προεπιτηρήσης και, πιθανόν, έκφρασης γνώμης από άλλα κράτη μέλη μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη.
  • Οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν επίσης, αναμφίβολα, να προσφέρουν τεχνική βοήθεια σε χώρες με προβλήματα, αν τους ζητηθεί.
  • Μετά από 15 χρόνια εστίασης σχεδόν αποκλειστικά (και ανεπιτυχώς!) – με επιμονή της Γερμανίας - στον στόχο της μη υπέρβασης του 3% στα ελλείμματα των προϋπολογισμών, είναι τώρα αναγκαίο να θεσμοθετήσουμε τις κόκκινες γραμμές μας για τα ελλείμματα, νομοθετικά ή – όπου αυτό είναι δυνατό – και συνταγματικά. Έχω ήδη δημοσιοποιήσει μια ανάλογη πρόταση για την Ελλάδα.
  • Πρέπει να προσέξουμε επίσης και άλλες σημαντικές παραμέτρους: το αυξανόμενο χρέος του ιδιωτικού τομέα, τις αυξομειώσεις κόστους ανά μονάδα εργασίας, τα προβλήματα τιμών και δανεισμού στους τομείς των ακινήτων και των αγαθών.
  • Μπορεί, επίσης, να προβλεφθεί μια μορφή κυρώσεων, χωρίς όμως γελοίες υπερβολές, όπως ακούστηκε: να στερείται δηλαδή μια χώρα την ψήφο της, δηλαδή τα πολιτικά της δικαιώματα! Το να κόβουμε τις επιδοτήσεις, όπως επίσης έχει ακουστεί, είναι μια ακόμα επικίνδυνη ιδέα. Μπορεί να κάνει μια φτωχή χώρα φτωχότερη. Αυτό το οποίο κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται να κάνουμε (αν απαιτείται «τιμωρία»!), θα ήταν η άμεση επίβλεψη και ο έλεγχος παροχής των επιδοτήσεων από την ίδια την Επιτροπή.
  • Χρειαζόμαστε επίσης, επειγόντως, έναν σταθερό μηχανισμό επίλυσης κρίσεων. Η έλλειψή του αυτούς τους τελευταίους μήνες αποδείχθηκε καταστροφική.
  • Τέλος, χρειάζεται να εξετάσουμε προσεκτικά τα βαθύτερα αίτια των ανισορροπιών εντός της ευρωζώνης: το να συσσωρεύουμε πλεονάσματα περιορίζοντας την εσωτερική ζήτηση, λ.χ., δεν είναι μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη πρακτική, όπως, φυσικά, δεν είναι για άλλους το να συσσωρεύουν ελλείμματα. Τα εισάγοντα κράτη απλώς θα χάσουν την ικανότητα να εισάγουν και οι χώρες εξαγωγών την δυνατότητά τους να εξάγουν. Τότε θα υποφέρουμε όλοι.

Αλλά, πάνω απ’ όλα, κυρίες και κύριοι, πρέπει να προχωρήσουμε με την πολιτική μας ένωση.
Αυτή θα ήταν η συμβουλή του Adenauer, του De Gaulle και του παλιού Καραμανλή στην Ελλάδα.
Χρειαζόμαστε περισσότερη, όχι λιγότερη Ευρώπη.

Όπως είπα και πριν, όταν θυμήθηκα την γερμανική παροιμία, χρειαζόμαστε θέληση και χρειαζόμαστε ελπίδα.
Χρειαζόμαστε τόλμη. Να τολμάμε να έχουμε όραμα - και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό.

Ο Γιόχαν Ρίχτερ, ο Γερμανός συγγραφέας του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, είχε πει: αυτός που δεν κάνει τίποτα, δεν χρειάζεται να ελπίζει σε τίποτα».

Αυτή η κρίση είναι μια ευκαιρία: μια ευκαιρία για μια πιο αποτελεσματική, πιο ενωμένη και πιο δυναμική Ευρώπη.

Είναι και μια ευκαιρία για την Ελλάδα: μια μοναδική ευκαιρία να απελευθερώσουμε τον δυναμισμό του λαού μας και να εκμεταλλευτούμε τα πολλά γεωστρατηγικά, πολιτιστικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας.

Αυτή είναι επίσης και μια ευκαιρία για μια καλύτερη οικονομική διακυβέρνηση του παγκόσμιου συστήματος. Είμαι βεβαία ότι οι G-20 θα εξετάσουν αυτό το ζήτημα στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής τους.
Κυρίες και Κύριοι,
Γνωρίζω καλά ότι, σ’ αυτήν την εποχή της κρίσης, οι καρδιές μας είναι βαριές από τον φόβο και την απογοήτευση. Δεν πρέπει όμως να φοβόμαστε. Πρέπει να ελπίσουμε και πρέπει να τα καταφέρουμε.
Καταλήγοντας, θα επαναφέρω στην μνήμη μας τον άνθρωπο ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, διαμόρφωσε την πολιτική μου σκέψη ως νέας γυναίκας. Τον άνθρωπο που θεωρώ ως τον μεγαλύτερο διανοητή κατά του ολοκληρωτισμού: τον Karl Popper.
Ο Popper αντιλαμβανόταν τον φόβο, είπε όμως: «Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο. Αλλά αν η ανθρωπότητα έφτασε μέχρις εδώ, αυτό το χρωστάμε στους αισιόδοξους».
Ευχαριστώ κυρίες και κύριοι.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :