Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Η κρίση τροφοδοτεί τη βία;

Η τραγική κατάληξη της βόμβας στα Πατήσια αλλά και τα σχεδόν καθημερινά κρούσματα αιματηρών ληστειών πολλαπλασιάζουν τους φόβους ότι η εγκληματικότητα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης θα παίρνει όλο και βιαιότερες μορφές. Είναι, όντως, η κρίση αιτία της αύξουσας πολυδιάστατης βίαιης εγκληματικότητας ή οι αιτίες και οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια επιτείνουν απλά τη βία; Η πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να ισχύει, αν όσα συνέβησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν αφήσει βαθιά το αποτύπωμά τους στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι αυτή η κατάσταση διαμορφώνει κίνητρα ανάπτυξης τρομοκρατικής δράσης που θα υπερβαίνει μορφολογικά και ιδεολογικά στερεότυπα και «κανόνες» που ίσχυαν ως πριν από λίγα χρόνια στην Ελλάδα. Μήπως, λοιπόν, η θεώρηση της διάχυτης βίας ως αποκλειστικά αστυνομικού ζητήματος καταλήγει να γίνεται μια ....

.... προφητεία που αυτοεκπληρώνεται όσο η πολιτική απάντηση στα φαινόμενα αυτά παραμένει μία πρόταση χωρίς ακροατήριο; 

/ / ΣΟΦΙΑ ΒΙΔΑΛΗ / /
Η διεθνής και εσωτερική οικονομική κρίση που διανύουμε ολοκληρώνει ένα πλέγμα αλλαγών, που επισυνέβησαν ήδη από το τέλος του 20ού αιώνα και σηματοδότησαν την εξάρτηση του κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου από το οικονομικό αλλά και βαθιές αλλαγές στη νοοτροπία του υστερο-νεωτερικού «οικονομικού ανθρώπου». Στην Ελλάδα, όμως, η κρίση επιτείνεται από εσωτερικές παραμέτρους που συμπυκνώνονται σε έναν ανομικό κορεσμό, δηλαδή σε μία κατάσταση όπου η διάσταση ανάμεσα στους κοινωνικούς στόχους και τα προσφερόμενα μέσα είναι τέτοια που ακόμη και η διαφθορά, η διάχυση του οικονομικού εγκλήματος και η μαύρη ή άτυπη οικονομία παύουν πια να λειτουργούν αντισταθμιστικά σε προβλήματα πρόσβασης στην ευημερία. Η κατάσταση αυτή επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες και τη φτώχεια, και τροφοδοτεί ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές, που συμπυκνώνονται στο σχήμα εχθρός- φίλος και τροφοδοτούν το βίαιο έγκλημα.

Ετσι, φαινόμενα που ήδη αποτελούσαν πρόβλημα για την έννομη τάξη μεταμορφώνονται σε πρωτόγνωρες για την Ελλάδα καταστάσεις βίας από τις οποίες δεν εξαιρείται ούτε το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Το πρόσφατο περιστατικό στα Πατήσια με θύματα μετανάστες ήδη θύματα πολέμου, θέτει σε νέα δοκιμασία την ελληνική κοινωνία. Η άμεση καταδίκη και η απαίτηση εξάρθρωσης της τρομοκρατίας «με έργα και όχι στα λόγια» δεν προσθέτει κάτι νέο στις κοινωνικές αντιδράσεις. Είναι ενδεχόμενο ότι η ποιοτική μεταβολή του φαινομένου στη χώρα μας που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια βρίσκεται σε περαιτέρω εξέλιξη. Ειδικότερα, σηματοδοτείται από μία στροφή από τους ευθέως ή εμμέσως «πολιτικούς στόχους» (που και αυτοί τα τελευταία χρόνια δεν διακρίνονται σε πολιτικά σημαντικούς και μη) σε απροσδιόριστους «κοινωνικούς εχθρούς». Υπό αυτή την έννοια η τρομοκρατία λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί και το σύστημα το οποίο καταγγέλλει. Ωστόσο, παρά την αποστροφή που προκαλούν τα γεγονότα, θα ήταν λάθος της Πολιτείας να αρνηθεί να κατανοήσει το φαινόμενο και τις ειδικές αποχρώσεις και παραμέτρους που το συνθέτουν και το τροφοδοτούν, συνεχίζοντας να συγχέει το «κατανοώ» με το «δικαιολογώ»: η πρώτη αντίδραση μιας φοβισμένης κοινωνίας, όπως και ενός φοβισμένου ανθρώπου, είναι το αίτημα εξαφάνισης της εστίας φόβου ή κινδύνου. Ετσι οι προτάσεις περί «μηδενικής ανοχής» μπορεί να είναι εύηχες αλλά προϋποθέτουν, αν μη τι άλλο, την αποκάλυψη της εστίας κινδύνου, πράγμα που δεν συμβαίνει. Η επίκλησή της επομένως λειτουργεί ως ρητορικό σχήμα.

Στις παρούσες συνθήκες δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι η κρίση προσφέρεται ως «νομιμοποιητικός» παράγοντας για τη συσπείρωση ομάδων ανθρώπων γύρω από τα όπλα και τη βία: Δυστυχώς η βία αποτελεί σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά, μια ψυχολογική διέξοδο (παρά μια ορθολογική επιλογή), που οργανώνεται πολιτικά και ενώ από «αριστερά» καταλήγει να βάλλει εναντίον οποιουδήποτε εκπροσωπεί το κράτος και το σύστημα, από «δεξιά» αυτή η εναντίωση προσλαμβάνει κυρίως χαρακτηριστικά εθνικιστικού λόγου, φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού και σε κάθε περίπτωση έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι πιθανόν ότι οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν στο άμεσο μέλλον. Προφανώς δεν πρόκειται για μονόδρομο. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η τρομοκρατία εξαπλώνεται όταν αντιμετωπίζεται χωρίς εξειδίκευση των διαφορετικών παραμέτρων/κινήτρων που συνθέτουν τα επιμέρους φαινόμενα και ως αποκλειστικά αστυνομικό πρόβλημα. Συρρικνώνεται όμως όταν απονομιμοποιείται πολιτικά, δηλαδή όταν γίνεται κατανοητό από τους ίδιους τους επίδοξους τρομοκράτες ότι τα όπλα οδηγούν σε ατέρμονους πολέμους χωρίς κανένα αποτέλεσμα, εκτός από αυτό του θανάτου.

Η πολιτική απονομιμοποίηση, όμως, δεν είναι δουλειά της Αστυνομίας ούτε των ΜΜΕ αλλά της ίδιας της κοινωνίας και των θεσμών της. Παραδόξως, στην ελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ως τώρα μια σοβαρή συζήτηση για τις συνθήκες που παράγουν τη βία, την κάθε είδους βία (από τον χουλιγκανισμό ως την εμπορία ανθρώπων και την τρομοκρατία), ούτε για τους λόγους εξαιτίας των οποίων η ένοπλη βία θεωρείται από κάποιους ελκυστικό μέσο δράσης. Δεν έχουν δε συζητηθεί καθόλου οι συνθήκες υπό τις οποίες άνθρωποι που δεν ανήκουν αρχικά στο ποινικό φαινόμενο μετατρέπονται σε- συχνά κυνικούς- θιασώτες της βίας. Αν γίνεται δεκτό ότι η κρίση οξύνει τα φαινόμενα βίας και τρομοκρατίας, τότε η ανάλυση των κινήτρων δεν μπορεί να θεωρείται διάλογος με τους τρομοκράτες...

Αλλά ακόμη και αν το πρόβλημα εξακολουθήσει να θεωρείται στενά αστυνομικό, η Αστυνομία θα πρέπει να χαράξει νέους ουσιαστικούς προσανατολισμούς ασφάλειας, με κύριο άξονα την αναζήτηση του συστήματος υλικής τροφοδοσίας της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Δηλαδή να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ελέγχου των όπλων και της οικονομίας που τα προωθεί στη λιανική αγορά της «επανάστασης», αφήνοντας κατά μέρος τις θεαματικές δράσεις που θέτουν σε δοκιμασία την αξιοπιστία της Ελληνικής Αστυνομίας. Είναι εξάλλου γνωστό ότι πίσω από μεγάλες υποθέσεις εγκλήματος βρίσκεται συχνά μια οικονομική παράμετρος που ευνοεί την ανάπτυξή του: έτσι, ενώ κάποιοι πιστεύουν ή διακηρύττουν ότι ο τρόπος τους οδηγεί στη «λύση» ή στη «λύτρωση», κάποιοι άλλοι κερδίζουν προστατευμένοι από κάθε είδους «μηδενικές ανοχές».

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. 


/ / ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ / /
Εδώ και έξι μήνες το μόνο θέμα μας είναι η οικονομική κρίση. Δεν λέω ότι κακώς κάνουμε, αλλά φοβάμαι ότι για άλλη μια φορά πάμε να θεραπεύσουμε το σύμπτωμα αντί της αιτίας. Η κρίση δεν είναι παρά η παρενέργεια μιας βαθιάς κρίσης αξιών στην ελληνική κοινωνία, η οποία έχει χάσει τις παραδοσιακές αξίες της, την αλληλεγγύη της, και το κυριότερο, έναν «πολιτισμό της φτώχειας», ο οποίος τη χαρακτήριζε από ιδρύσεως του Νεοελληνικού Κράτους και ήταν συνάμα ο κινητήριος μοχλός της.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έχουμε δημιουργήσει ένα σύστημα εικονικής ευημερίας, το οποίο προσπαθούμε να διευρύνουμε με οποιοδήποτε κόστος, έχουμε πιστέψει ότι τα δανεικά είναι μέρος του εισοδήματός μας, και έχουμε ως μοναδικό μας όνειρο, πώς θα κοιμηθούμε φτωχοί και θα ξυπνήσουμε πλούσιοι. Ολες οι υποτιθέμενες «συνισταμένες» της κοινωνίας, από το πολιτικό εποικοδόμημα ως το τραπεζικό σύστημα και από εκεί στα ΜΜΕ, ενισχύουν αυτή την αδυναμία του μέσου έλληνα πολίτη «να περνάει καλά» πάση θυσία, όπως δηλώνει ένα στα δύο νέα παιδιά αυτής της κοινωνίας, όταν τα ρωτάνε οι δημοσιογράφοι.

Οταν σε μια χώρα η πορνεία νομιμοποιείται, είτε για να ανεβεί το ΑΕΠ της, όπως είχε κάνει πριν από κάποια χρόνια ο κύριος Αλογοσκούφης, είτε για να εξασφαλίσει μερικά διαφημιστικά έσοδα παραπάνω κάποιο κανάλι, τότε ο κάθε πολίτης που ονειρεύεται να ξυπνήσει πλούσιος το πρωί αναρωτιέται, γιατί είναι θεμιτή η πορνεία, αλλά αθέμιτη η κλοπή. Συνεπώς, το σύστημα αυτό δεν παράγει μόνο την οικονομική κρίση, αλλά και μορφές βίας οι οποίες συχνά είναι ανεκτές από τους πολίτες. Από το φακελάκι στα νοσοκομεία ως τη βία εντός και εκτός γηπέδων, και από εκεί στις καταλήψεις των πανεπιστημίων από μειοψηφικές ομάδες, όλα αυτά είναι μορφές βίας, που η κοινωνία τις ανέχεται και ενίοτε τις ενισχύει με διακρίσεις του τύπου «νόμιμη» ή «παράνομη» βία. Με την ίδια λογική που τα δανεικά έγιναν μέρος του εισοδήματός μας, γίνεται και η βία μέρος της «νόμιμης» άμυνάς μας. Η οικονομική κρίση και η βία δεν αντιμετωπίζονται μόνον από τους πολιτικούς και την Αστυνομία. Απαιτούν μια ριζική αναμόρφωση της νοοτροπίας μας και του συστήματος αξιών μας. Αλλιώς τα συμπτώματα, ακόμη και αν τα εξαφανίσουμε τώρα, θα εμφανιστούν πάλι. Στο κάτω κάτω, σε μια κοινωνία συνενοχής, οι πραγματικοί ένοχοι γίνονται εξαιρετικά δυσδιάκριτοι.

Ο κ. Πέτρος Μάρκαρης είναι συγγραφέας. 


/ / Β. ΚΑΡΥΔΗΣ / /
Και πάλι ο λόγος για την εγκληματικότητα, μάλιστα το βίαιο έγκλημα, την ανασφάλεια και τον φόβο θυματοποίησης, την αναζήτηση ευθυνών στους μηχανισμούς καταστολής. Αυτή τη φορά λόγω της έξαρσης το τελευταίο διάστημα της λεγόμενης «εγκληματικότητας του δρόμου» που συχνά εμπεριέχει και το στοιχείο της ακραίας και αναίτιας βίας. Το φάσμα της οικονομικής κρίσης εντείνει την ανησυχία, ενθαρρύνει τις Κασσάνδρες και ενισχύει την περιρρέουσα αίσθηση κινδύνου και απειλής. «Αν ήδη γίνονται όλα αυτά, τι θα συμβεί αργότερα;» είναι το ερώτημα που αιωρείται ρητά και άρρητα.. Η απάντηση πράγματι δεν είναι εύκολη. Κρίσιμο ζητούμενο είναι η κατανόηση σε βάθος των παραμέτρων του προβλήματος.

Κατ΄ αρχήν, η υπαρκτή διάχυση της βίας στον κοινωνικό ιστό δεν προέρχεται από «παρθενογένεση», ούτε μπορεί να οφείλεται στην αιφνίδια οικονομική επιδείνωση. Οι ρίζες του προβλήματος ανάγονται σε κοινωνικές διαδικασίες της τελευταίας δεκαετίας και έγιναν ιδιαίτερα αισθητές μετά το 2004: τότε εξανεμίστηκε τόσο η κοινωνική ευφορία που είχε προκαλέσει η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα όσο και η (πλασματική όπως αποδείχθηκε) ανάπτυξη, οι οποίες συσκότιζαν τις παθογένειες που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην κοινωνική και πολιτισμική δομή. Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 ο ατομικισμός και ο καταναλωτισμός αποτέλεσαν κυρίαρχες αξίες στον δημόσιο λόγο και τις κοινωνικές πρακτικές, τροφοδοτώντας αισθήματα διάψευσης και ματαίωσης σε κοινωνικές ομάδες λόγω της «συγκριτικής αποστέρησης» που βίωναν πολλά μέλη τους.

Η διάσπαση του κοινωνικού ιστού, η αποδυνάμωση συλλογικοτήτων, η προϊούσα έκλειψη αισθημάτων κοινότητας και αλληλεγγύης, η απαξίωση της κρατικής και πολιτειακής αυθεντίας και η απονομιμοποίηση των θεσμών, η τάση προς την αυτοδικία για την επίλυση των όποιων προβληματικών καταστάσεων, η συγκρουσιακή διάθεση σε ατομική βάση, διαμόρφωναν την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα και έδιναν τον τόνο της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, η εντονότερη από παλαιότερα άφιξη αντικανονικών μεταναστών τα τελευταία χρόνια από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, όξυνε εκ νέου την ξενοφοβία, κυρίως υπό τη μορφή της «Ισλαμοφοβίας», και ενεργοποίησε ένα νέο «φαύλο κύκλο» αρνητικής κοινωνικής διαντίδρασης, κυρίως στα μικροαστικά και λαϊκά στρώματα, με υπομόχλια τα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα σε συνοικίες της Αθήνας.
Ομάδα νεαρών καταστρέφει τις βιτρίνες πολυκαταστήματος στα Χανιά, τον Δεκέμβριο του 2008, έπειτα από πορεία διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του 16χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στις «τυφλές» εξεγέρσεις, όταν οι εξεγερμένοι κινούνται μόνον από την απελπισία, το μίσος, τον φθόνο ή ακόμα και την ιδιοτέλεια, παύουν να λειτουργούν ως σώμα λαού
Με τον τρόπο αυτόν, όλη αυτή την περίοδο παρατηρείται ποιοτική μετάλλαξη και «σκλήρυνση» και στα δύο άκρα του εγκληματικού φάσματος, δηλαδή το σοβαρό οικονομικό έγκλημα και την εγκληματικότητα του δρόμου. Επίσης, εγκαθίστανται οριστικά δομές οργανωμένου εγκλήματος στον κοινωνικό ιστό, που προϋποθέτουν διαπλοκή με φορείς της κρατικής εξουσίας αλλά και εισάγουν νέες μορφές σκληρής εγκληματικότητας, όπως τα συμβόλαια θανάτου. Το πρόβλημα οξύνεται και περιπλέκεται από την ταυτόχρονη συνδρομή συγκυριακών παραγόντων, όπως η αποδιοργάνωση των όποιων δομών μεταχείρισης τοξικοεξαρτημένων, η ύπαρξη μιας εκτεταμένης μαύρης αγοράς όπλων, η ενίσχυση των δικτύων πορνείας και προστασίας. Η πρόσφατη οικονομική ύφεση απλώς εμπεδώνει την ανομική κοινωνική πραγματικότητα. Η βία τροφοδοτείται από διαφορετικές εστίες σε όλα τα επίπεδα. Την κοινωνική βία των ισχυρών ελίτ, την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Αστυνομίας εις βάρος μελών ευάλωτων στρωμάτων, τις σκληρές μεθόδους του οργανωμένου εγκλήματος, την επίδειξη θρασύτητας από το κοινό έγκλημα του δρόμου, την αύξηση των εγκλημάτων επιβίωσης από το κοινωνικό περιθώριο, την επιλογή της αυτοδικίας σε προβληματικές καταστάσεις της καθημερινότητας των πολιτών. Κοντά σε αυτά, η έξαρση της μη ωφελιμιστικής βίας από ομάδες εφήβων και νέων, είτε με τη μορφή του χουλιγκανισμού είτε με συλλογικές μορφές παραβατικότητας, επιδιώκοντας εκεί την καταξίωση και τον αυτοσεβασμό.

Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για τη συγκυριακή εκδήλωση μιας εξωγενούς παθολογίας λόγω της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες άλλωστε της οποίας δεν είναι ακόμη έντονα αισθητές. Η πραγματική κοινωνική κρίση έχει βάθος χρόνου και δομικά χαρακτηριστικά. Αλλωστε, η φτώχεια υπό τη στενή και κυριολεκτική έννοια, ουδέποτε βρίσκεται σε ευθεία αιτιακή σχέση με την έξαρση του εγκλήματος. Αρκεί να θυμηθούμε το μέσο επίπεδο ζωής και τα προβλήματα εγκληματικότητας στην Ελλάδα πριν από 40 ή 50 χρόνια.

Επομένως, η βίαιη εγκληματικότητα αποτελεί ένα φαινόμενο «ολιστικό», και μόνο με ανάλογες ολιστικές μεθόδους μπορεί να αντιμετωπιστεί ή να περισταλεί. Αυτό σημαίνει τη λήψη όχι μόνο βραχυπρόθεσμων μέτρων αλλά και τη χάραξη τουλάχιστον μεσοπρόθεσμων πολιτικών. Η εμφανής αστυνόμευση για παράδειγμα είναι χρήσιμη και αναγκαία, αλλά δεν θα οδηγήσει πουθενά αν δεν συνοδευτεί από την εφαρμογή τοπικά προσδιορισμένων μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής. Η υποκειμενική αίσθηση ανασφάλειας δεν πρόκειται να μειωθεί χωρίς την ανάληψη πρωτοβουλιών σχετικά με το αστικό περιβάλλον, την ανάσυρση από τη θεσμική αφάνεια αντικανονικών μεταναστών και αιτούντων άσυλο, την ενεργοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών για τη μεταχείριση των τοξικοεξαρτημένων. Πάνω απ΄ όλα όμως, απαιτείται η συστηματική επιδίωξη αναστροφής ενός πολιτισμικού κοινωνικού κλίματος απαξίωσης και καχυποψίας προς τους θεσμούς, της γενικευμένης πεποίθησης για την ανεμπόδιστη κυριαρχία της αναξιοκρατίας, της εμπεδωμένης αντίληψης ότι η αδιάκριτη χρήση πλάγιων μέσων ή και παράνομων μεθόδων πλουτισμού και κοινωνικής καταξίωσης τελικά επιβραβεύεται.

Ο κ. Βασίλης Καρύδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :