Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Η Κύπρος στο επίκεντρο παγκόσμιας συνωμοσίας!

ΤΑ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΑΝ (ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΑΤΙΖΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ) ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ ΕΝΟΣ ΑΙΧΜΗΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΧΩΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ. ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΙΑΝΝΗ Η. ΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΟΠΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΟΣΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΟΣΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗΣ
ΠΛΕΙΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΣΜΟΥ
Νομίζετε πως ο λόγος που η Κύπρος υποφέρει από χρόνια ανομβρία έχει να κάνει με τα κλιματολογικά δεδομένα της περιοχής; Όχι, κύριοι! Το πράσινο κόμμα της Κύπρου (Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών) ανακάλυψε, εν έτει 2008, ότι ο πραγματικός λόγος της ανομβρίας είναι άλλος: οι Αμερικανο-Βρετανοί, από τις βάσεις του Ακρωτηρίου στην Κύπρο, βομβαρδίζουν με χημικές ουσίες τα σύννεφα πάνω από το νησί για να μη βρέχει, να καταστραφεί η οικονομία και να αναγκαστούν έτσι οι Κύπριοι να αποδεχτούν το σχέδιο Ανάν. Δεν πρόκειται γι΄ αστείο. Η είδηση παρουσιάστηκε με όλη τη σοβαρότητα από τους ...

... αξιωματούχους του κόμματος αυτού, αλλά και άλλων κομμάτων, μεταδιδόταν για αρκετές μέρες στα κεντρικά δελτία ειδήσεων των κυπριακών ΜΜΕ και εισχώρησε για τα καλά στο συνειδησιακό οπλοστάσιο πολλών Ελληνοκύπριων πολιτών ανάμεσα σε όσους ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα του 2004.

Αυτή είναι μία μόνο από τις θεωρίες συνωμοσίας που γέννησε ο πολιτικός πολιτισμός της Κύπρου από το 1960 και εντεύθεν. Στο βιβλίο του Γιάννη Η. Ιωάννου Θεωρία της συνωμοσίας και κουλτούρα της διχοτόμησης:Δοκίμιο για τον πολιτικό πολιτισμό της Κύπρου παρουσιάζονται πολλά ακόμα παραδείγματα τέτοιων θεωριών. Στο στόχαστρο του συγγραφέα βρίσκεται αφενός ο ανορθολογισμός και ο συναισθηματισμός του πολιτικού λόγου, αφετέρου η απορριπτική και μαξιμαλιστική ιδεολογία σε σχέση με το Κυπριακό. Είναι δηλαδή ένα βιβλίο που εκκινεί από μια ξεκάθαρη πολιτική θέση.

Δύο μέτωπα - Το «απορριπτικό» και το «συμβιβαστικό» μέτωπο -
Κεντρική θέση στο βιβλίο κατέχει η ιστορικοκοινωνιολογική ανάλυση των δύο κυριότερων «σχολών» πολιτικής σκέψης γύρω από το Κυπριακό. Ο συγγραφέας μελετά τον τρόπο που διαμορφώθηκαν, από το 1960 και εντεύθεν, τα δύο μεγάλα πολιτικά μέτωπα: το ενωτικό/ελληνοκεντρικό (και μετέπειτα απορριπτικό) και το ανεξαρτησιακό/κυπροκεντικό (και μετέπειτα συμβιβαστικό). Το απορριπτικό μέτωπο αποτελεί, σύμφωνα με τον Ιωάννου, μια μεταλλαγμένη προέκταση της ενωτικής παράταξης των χρόνων 1960-1974. Ακόμα και μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου, οι ενωτικοί δεν είχαν αποδεχτεί την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον διαμοιρασμό της εξουσίας με τους Τουρκοκυπρίους. Τόσο η ρητορική όσο και η δράση τους (που πολλές φορές ήταν ένοπλη) είχαν ως κεντρικό σύνθημα την «ετεροχρονισμένη εμμονή» της Ένωσης. Τα γεγονότα του 1974 οδήγησαν, ωστόσο, την ιδεολογία αυτή στη χρεοκοπία. Στα αμέσως μετά την τουρκική εισβολή χρόνια, ο ενωτικός λόγος εξαφανίζεται από το πολιτικό σκηνικό για να αντικατασταθεί, σταδιακά, από μια πιο «κυπροκεντρική» και «ανεξαρτησιακή» πολιτική. Βασικοί εκφραστές της ιδεολογίας αυτής ήταν: α) η Αριστερά, β) μία μερίδα της ανερχόμενης αστικής τάξης που είχε συνδέσει πλέον τα συμφέροντά της με την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και γ) μέρος των παραδοσιακών μακαριακών δυνάμεων.

Κατά τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, σύμφωνα με τον Ιωάννου, και με την ανάληψη της πρωθυπουργίας στην Ελλάδα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η ενωτική γραμμή στην Κύπρο αναζωογονείται σταδιακά και μπολιάζεται από τον αντιδυτικό, εθνικιστικό, ριζοσπαστικό λόγο του ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Ο νέος αυτός εθνικιστικός λόγος τοποθετείται πλέον σε ένα αριστερό, αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο. Δεν αναγνωρίζεται ως η διάδοχη κατάσταση της ενωτικής παράταξης της προ του 1974 περιόδου, αλλά ως ένα κεντροσοσιαλιστικό εθνικιστικό ιδεολόγημα το οποίο, εντούτοις, έλκει στους κόλπους του και τους πρώην ενωτικούς.

Κατά τη δεκαετία του 1990, το απορριπτικό ιδεολόγημα αποκρυσταλλώνεται ως ένα ελληνοκεντρικό αφήγημα που αντιτίθεται στον κυπροκεντρισμό όσων υπερασπίζονται την Κυπριακή Δημοκρατία, την επαναπροσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους και τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Κομματικά, ο απορριπτισμός βρίσκει τους πιο θερμούς θιασώτες του στους πολιτικούς σχηματισμούς του λεγόμενου Κέντρου: πρώτα στο Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) και αργότερα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα ΕΔΕΚ. Το 1993, τα δύο αυτά κόμματα (το πρώτο τυπικά, το δεύτερο άτυπα) συνεργάζονται με τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ) και εκλέγουν στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Γλαύκο Κληρίδη. Αξίζει να σημειωθεί πως η προεκλογική εκστρατεία του συνασπισμού αυτού βασίστηκε πρωτίστως στην απορριπτική συνθηματολογία κατά των ιδεών Γκάλι και των προσπαθειών του τότε προέδρου Γιώργου Βασιλείου (που υποστηριζόταν κυρίως από το ΑΚΕΛ) για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό.

Η πολιτική του ενεργού ηφαιστείου και ο εθνικός παροξυσμός

Η πρώτη πενταετία της κυβέρνησης Κληρίδη σηματοδοτείται από την ταύτιση του σκληρού πολιτικού λόγου του ΔΗΣΥ με την απορριπτική γραμμή που ακολουθούνταν στο εσωτερικό του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Ηταν η εποχή της πολιτικής του «ενεργού ηφαιστείου», της προσπάθειας δηλαδή της κυπριακής κυβέρνησης να περάσει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι η Κύπρος, με άλυτο το Κυπριακό, μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ενεργό ηφαίστειο που θα απειλούσε με έκρηξη ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση Κληρίδη παραγγέλνει από τη Ρωσία τους περιβόητους πυραύλους S-300, αφήνοντας να νοηθεί ότι ακόμη και η στρατιωτική αναμέτρηση δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιωάννου, η πατριωτική ρητορική αγγίζει, την εποχή αυτή, «τα όρια του εθνικού παροξυσμού».

Παρά τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση να εγκατασταθούν οι πύραυλοι στην Κύπρο, την εκλογική αναμέτρηση του 1998 κερδίζει και πάλι ο Γλαύκος Κληρίδης. Η δεύτερη πενταετία της διακυβέρνησής του θα αποδειχθεί ωστόσο εντελώς διαφορετική από την πρώτη. Η αποτυχία της κυπριακής κυβέρνησης να εγκαταστήσει τους πυραύλους στην Κύπρο, σε συνδυασμό με την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο ορατή, συμβάλλουν στην πολιτική μεταστροφή του Κληρίδη: ο λόγος της κυπριακής κυβέρνησης αλλάζει και ταυτίζεται πλέον με την πολιτική Σημίτη, η οποία υποστηρίζει την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό.

Ταυτόχρονα αρχίζει να αναφαίνεται καθαρότερα το χάσμα ανάμεσα στα δύο βασικά στρώματα της Δεξιάς: από τη μία η παραδοσιακή λαϊκή Δεξιά που παραμένει προσκολλημένη στα εθνικιστικά συνθήματα και στη «μεταφυσική» πολιτική νοοτροπία και από την άλλη η νέα φιλελεύθερη αστική Δεξιά, της οποίας ο πολιτικός ρεαλισμός και η κοσμοπολίτικη κουλτούρα τη μετατρέπουν σταδιακά σε μία από τις προοδευτικότερες δυνάμεις της κυπριακής κοινωνίας. Αυτή η Δεξιά βρίσκει τον βασικό της εκπρόσωπο πρώτα στον (ρεαλιστή πλέον) Κληρίδη και αργότερα στον πρόεδρο του ΔΗΣΥ Νίκο Αναστασιάδη.

/ / Κωνσταντίνα Ζάνου / / Διδάκτωρ ιστορίας, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας / / 

Δεν υπάρχουν σχόλια :