Ενώ οι Ευρωπαίοι προτιμούν το εμφιαλωμένο, οι Ελληνες συνεχίζουν να καταναλώνουν χύμα άγνωστης ταυτότητας
«Χύμα ή εμφιαλωμένο;». Το ερώτημα βασανίζει τους λάτρεις του κρασιού. Συνήθως βέβαια μετά την... κρασοκατάνυξη, όταν δηλαδή σε αρκετές περιπτώσεις συνειδητοποιούν τη λάθος επιλογή του προηγούμενου βραδιού, με ισχυρό πονοκέφαλο, ενίοτε και στομαχόπονο. Τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες οινοπαραγωγικές εταιρείες προχώρησαν στην εμφιάλωση, ή σωστότερα συσκευασία, κρασιού το οποίο διαθέτουν στην αγορά ή στις ταβέρνες. Σταδιακά αντικαταστάθηκε έτσι η κατανάλωση του λεγόμενου «χύμα» κρασιού στις ταβέρνες της Αθήνας, κυρίως, και της περιφέρειας. Παραμένουν ακόμη όμως εκείνοι οι εραστές της παρασκευής του «χύμα» κρασιού, κυρίως ιδιοκτήτες παλαιών «καπηλειών» που επιμένουν με μεράκι και σεβασμό στους κανόνες να προσφέρουν το δικό τους κρασί. Ενα... ιδιότυπο debate για το χύμα και το συσκευασμένο κρασί ίσως λύσει τις απορίες.
Χύμα κρασί; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Γιατί δεν πιστεύω στον μύθο της αγνότητας, όπως δεν πιστεύω στον Αϊ-Βασίλη. Γιατί δεν νοσταλγώ τα ιππήλατα κάρα όταν .....
...... υπάρχουν αεροπλάνα. Γιατί δεν πίνω «για να πάνε κάτω τα φαρμάκια», αλλά επειδή αγαπώ το κρασί και τα μοναδικά χαρακτηριστικά που παίρνει από το χώμα, το κλήμα και την τέχνη του οινοποιού. Και ασφαλώς θέλω να ξέρω τον οινοποιό. Να βλέπω το όνομά του, την υπογραφή του, κάθε φορά που καταναλώνω το προϊόν του. Για να τον επιβραβεύσω ή να τον ψέξω.
Το ελληνικό παράδοξο
Οταν στις υπόλοιπες οινοπαραγωγούς χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης η κατανάλωση χύμα κρασιού έναντι του εμφιαλωμένου κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10%, στην Ελλάδα, κατ΄ εκτίμηση, βέβαια, αφού ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν, αυτή ξεπερνά το 50% (κάποιοι μιλάνε και για 60%) της συνολικής κατανάλωσης. Λέγοντας «χύμα κρασί» εννοούμε τις ποσότητες εκείνες που μπαίνουν στην αγορά χωρίς να φέρουν στοιχεία του παραγωγού ή του τυποποιητή τους. Συνήθως διακινούνται σε κάθε λογής δοχεία, αν και τελευταία είδαμε να χρησιμοποιούνται καιbag in box (ασκοί), κακής ποιότητας.
Προϊόν παράνομων, ημιπαράνομων ή ερασιτεχνικών εγκαταστάσεων- να μη γράψω οινοποιείων γιατί θα προσβάλω τους σοβαρούς επαγγελματίες- φθάνει σε ταβέρνες, μικροεστιατόρια και μικροκάβες των μεγάλων πόλεων και της περιφέρειας, προσφέροντας στους μαγαζάτορες οσμή κέρδους και στους καταναλωτές την ψευδαίσθηση της χαμηλής τιμής και της παράδοσης. Επιπλέον σε αυτούς τους τελευταίους προσθέτει πονοκέφαλο- προαιρετικώς- και ξινίλες στο στομάχι- απαραιτήτως.
Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που βλέπουμε να διαφημίζεται σε βιτρίνες «Αγιωργήτικο Νεμέας» για παράδειγμα, συσκευασμένο σε χρησιμοποιημένα μπουκάλια νερού. Για να μην υπολογίσουμε τις απώλειες εσόδων του Δημοσίου, αφού το ιδιότυπο (παρα)εμπόριο χύμα κρασιού δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο και σε κανέναν... ΦΠΑ.
Επομένως τι;
Στην περίπτωση του τυποποιημένου κρασιού, είτε αυτό έρχεται στις κλασικές γυάλινες φιάλες είτε στις πιο μοντέρνες και πιο οικονομικές συσκευασίες tetrapack και bag in box, τα πράγματα αλλάζουν.
Οργανωμένα οινοποιεία, με εξοπλισμό από πολύ καλό ως υποδειγματικό, αξιοποιούν τις εξελίξεις αλλά και την παράδοση για να πάρουν το καλύτερο από την πρώτη ύλη που φθάνει σε αυτά. Γιατί το τελικό προϊόν έχει την υπογραφή τους και ως γνωστόν... την υπογραφή μας προσέχουμε πού τη βάζουμε. Με άλλα λόγια, στις σκληρά ανταγωνιστικές συνθήκες της αγοράς ένα επώνυμο προϊόν κακής ποιότητας έχει ελάχιστες ελπίδες επιβίωσης αφού αν το αγοράσουμε και δεν μας ικανοποιήσει, την επομένη φορά, πολύ απλά, θα το αγνοήσουμε.
Ασφαλώς υπάρχουν διαφορετικές ποιοτικές διαβαθμίσεις στα τυποποιημένα κρασιά, που συνήθως συναρτώνται- αν και όχι πάντοτε - με την τιμή τους. Από την άλλη, υπάρχουν οι διαφορετικές γευστικές προτιμήσεις του καθενός μας, οι διαφορετικές περιστάσεις (άλλο ένα επίσημο δείπνο και άλλο το πασχαλινό γλέντι), ακόμη και οι διαφορετικοί προϋπολογισμοί του κάθε νοικοκυριού. Σε όλες τις περιπτώσεις, ωστόσο, είναι σίγουρο ότι θα βρούμε το κρασί που μας ταιριάζει.
Η ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ
Ο σομελιέ Γιώργος Λούκας συμβουλεύει για το καλό κρασί: «Πρέπει στην όψη να είναι διαυγές, λαμπερό, με “ζωντανά” χρώματα. Οσο σκουραίνει το βασικό του χρώμα, δηλαδή από κίτρινο γίνεται αχυρένιο, από ροζέ γίνεται κεχριμπαρένιο ή από κόκκινο γίνεται σοκολατί, τόσο υποψιαζόμαστε ότι έχει χαλάσει. Στην οσμή πρέπει να έχει ξεκάθαρα αρώματα, για παράδειγμα φρούτων, και σίγουρα όχι δυσοσμίες ή άλλες παράξενες μυρωδιές. Οσο για τη γεύση, στο στόμα πρέπει να μη μας φαίνεται “πλαδαρό”, νερουλό, να διατηρεί την οξύτητα και τις τανίνες του». Από το ράφι και ως 5 ευρώ η φιάλη
Σ τα ράφια των σουπερμάρκετ υπάρχουν προτάσεις τυποποιημένων κρασιών που μπορούν να αντικαταστήσουν το χύμα.
Οι δύο μεγάλοι παίκτες, οι εταιρείες Τσάνταλης και Μπουτάρης, προσφέρουν ενδιαφέρουσες επιλογές. Η πρώτη με τον Μακεδονικό (ζευγάρι, λευκό και κόκκινο). Η δεύτερη, εκτός από το κάποτε πολύ δημοφιλές λευκό Lac des Roches, προτείνει τον Κρητικό Τοπικό Οίνο, σε λευκό και κόκκινο. Από τις πιο ενδιαφέρουσες ετικέτες σε αυτή την κατηγορία, ο Αύγουστος της Κατώγι-Στροφιλι ά, που τόσο στο λευκό όσο και στο κόκκινο διαθέτουν εξαιρετική σχέση τιμής/ποιότητας. Αν πάλι σας αρέσουν τα ξηρά αρωματικά κρασιά, ο Συνεταιρισμός της Σάμου, με το διάσημο Μοσχάτο του νησιού, δημιουργεί τη Σάμαινα, που τη βρήκαμε στα 4,54 ευρώ στο ράφι.
Η άλλη μεγάλη εταιρεία, τα Ελληνικά Κελάρια Οίνων (πρώην Κουρτάκης), διαθέτει μια σειρά από ποικιλιακά κρασιά σε φιάλες των 1,5 lt, που ειδικά τα κόκκινα από Αγιωργήτικο και Cabernet Sauvignon- Syrah, είναι παραπάνω από ευπρεπή. Αυτές τις ημέρες, λόγω προσφοράς, στις πολύ καλές επιλογές συγκαταλέγεται το Αγιωργήτικο του Νικόλα Ρεπάνη καθώς και το Μοσχοφίλερό του.
/
ΤΟ ΒΗΜΑ /
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου