Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Η τελευταία επιστολή που έστειλε ο Μητσοτάκης στον Σαμαρά πριν την εκδίωξή του από την κυβέρνηση

Αθήνα 9 Απριλίου 1992
«Αγαπητέ Αντώνη,
Δεν προτίθεμαι να συνεχίσω αυτήν την αλληλογραφία μαζί σου γιατί καταλαβαίνω τον σκοπό για τον οποίο στέλνεις αυτές τις επιστολές, ιδιαίτερα μετά τη ...


δήλωσή σου, ότι αν ληφθεί απόφαση διαφορετική από αυτήν που εσύ επιθυμείς επιφυλάσσεσαι να καθορίσεις την στάση σου και να κρίνεις αν θα καταψηφίσεις ή όχι την κυβέρνηση.
Θεωρώ απαράδεκτο το ύφος των κειμένων αυτών για Υπουργό των Εξωτερικών, κάτι για το οποίο, ειλικρινώς, λυπούμαι. Είναι πρωτοφανές φαινόμενο Υπουργός των Εξωτερικών αντί να συνεργάζεται με τον Πρωθυπουργό του και την κυβέρνηση, στην οποία ανήκει, να αποστέλλει παρόμοιες επιστολές σ’ αυτόν και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αντιλαμβάνομαι την δυσκολία στην οποία βρίσκεσαι και το γεγονός ότι ψάχνεις από κάπου να γαντζωθείς. 
Αυτό δεν δικαιολογεί όμως την διατύπωση του εξ ολοκλήρου ψευδούς ισχυρισμού, ότι σου εδήλωσα ότι “θα ήμουν ευτυχέστατος” με μια τελική ονομασία του τύπου: “Μακεδονία των Σκοπίων”. Σημειώνω, επίσης, ότι είναι παντελώς ανακριβές ότι στη στενή σύσκεψη της 6ης Μαρτίου 1992, εγώ και ο κ. Μολυβιάτης αναπτύξαμε τη θέση ότι ο Υπουργός των Εξωτερικών θα έπρεπε να έχει την ευχέρεια συμβιβαστικής λύσης, σε ό,τι αφορά την ονομασία των Σκοπίων.
Αυτό που είναι ακριβές, είναι ότι συζητήσαμε, όπως οφείλαμε να συζητήσουμε και να αξιολογήσουμε όλα τα ενδεχόμενα, από την στιγμή που το θέμα ήταν τόσο σημαντικό και προχωρήσαμε σε μια λύση “πακέτο” (PACKAGE DEAL). Αυτό ήταν το ελάχιστο καθήκον μας, που απαιτείτο από το χρέος μας να ασκούμε σοβαρή και υπεύθυνη εξωτερική πολιτική.
Γνωρίζεις δε, πολύ καλά, ότι και κατ’ ιδίαν και δημοσίως κατηγορηματικά σου εδήλωσα, ότι στην διαπραγμάτευση μένουμε σταθεροί στις αρχικές μας θέσεις. 
Αυτή ήταν η σαφής κατηγορηματική εντολή που είχες και κατ’ ιδίαν και δημόσια λάβει, η οποία επικυρώθηκε και στην τελευταία συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής, πριν φύγεις για τις Βρυξέλλες.
Σήμερα, σου επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά, ότι και εγώ προσωπικά και η κυβέρνηση, στο σύνολό της, δεν έχει λάβει την τελική της απόφαση, απέναντι στο σκληρό δίλημμα στο οποίο βρισκόμαστε. Τελική απόφαση, την οποίαν τώρα πλέον, που έχουν διαμορφωθεί όλα τα δεδομένα, η κυβέρνηση θα λάβει το ταχύτερο, με τις διαδικασίες τις οποίες προβλέπει το Σύνταγμα και επιβάλλει η σοβαρότητα και η κρισιμότητα του θέματος.
Αφού, δηλαδή, τεθεί υπόψιν του Υπουργικού Συμβουλίου και αφού διερευνήσουμε και τις απόψεις των άλλων κομμάτων, σε μια σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών, υπό την Προεδρίαν του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τότε θα προχωρήσουμε στην λήψη της τελικής απόφασης, που είναι τελικά δική μας ευθύνη απέναντι στον ελληνικό λαό.
Λυπούμαι, διότι στην επιστολή σου, εκφράζεσαι περιφρονητικά για την Κυβερνητική Επιτροπή και διερωτάσαι “τι μπορεί να προσφέρει για την επιβοήθηση του Εθνικού θέματος”.
Σε επέλεξα για τη θέση του Υπουργού των Εξωτερικών και ασφαλώς έχεις την ευθύνη της εισήγησης, αλλά δεν είσαι ο μόνος ο οποίος, επ’ αυτού θα αποφασίσει. Όλοι, όσοι μετέχουν σε μία κυβέρνηση, έχουν ευθύνη όταν λαμβάνονται αποφάσεις για μεγάλα θέματα. Όπως ευθύνη έχουν και όλοι οι Βουλευτές που στηρίζουν με την εμπιστοσύνη τους την κυβέρνηση αυτή.
Σε ό,τι αφορά τον τρίτο όρο, τον οποίον επέτυχες στην διαπραγμάτευση της 16ης Δεκεμβρίου 1991, δηλαδή, “η ονομασία να μην υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις”, ασφαλώς σημαίνει ότι η ονομασία θα πρέπει να μεταβληθεί.
Δεν περιέχει όμως όρο για την απάλειψη της λέξης “Μακεδονία”. Αν τον περιείχε, σήμερα δεν θα ανταλλάσσαμε επιστολές. Όταν δε, σε ρώτησα, γιατί αφού νόμιζες ότι αυτό αποτελεί την πεμπτουσία του προβλήματος, δεν επέβαλες τότε την άποψή σου, μου απάντησες ότι δεν μπορούσες να τα επιτύχεις. Σ’ αυτό πιθανότατα έχεις δίκιο. Εγώ δεν αρνούμαι ότι εξήντλησες τότε όλες τις δυνατότητες. Απομένει, όμως, το ερώτημα: αυτό δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί, είναι δυνατόν σήμερα να το επιτύχουμε; Νομίζεις, σοβαρά, ότι είναι δυνατόν να μην μας απασχολεί αυτήν την στιγμή στην συζήτηση που κάνουμε στο εσωτερικό της κυβέρνησης, αυτός ο προβληματισμός. Όσο για τα περί “δώρων στην αντίπαλη προπαγάνδα” γνωρίζεις πολύ καλά, ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον, εφόσον –με άλλους στόχους και σκοπούς– αποκαλύπτοντο όσα εμείς εσωτερικά συζητούμε στην απέναντι πλευρά.
Μένει, επίσης, δυστυχώς ανοικτό το ερώτημα, πού θα μας οδηγήσει το κλείσιμο των συνόρων μας με τα Σκόπια, το οποίο και πάλι προτείνεις ως λύση, στην περίπτωση που οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες προχωρήσουν σε αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με το σημερινό της όνομα. Στην επιστολή σου, που το προτείνεις για δεύτερη φορά, δεν αναφέρεις τι θα κάνουμε αν μια τέτοια κίνηση δεν αποδώσει κανένα αποτέλεσμα, εκτός της δημιουργίας ενός μονίμου προβλήματος στα βόρεια σύνορά μας. Είναι προφανές ότι στο Υπουργείο των Εξωτερικών δεν έχεις μελετήσει σοβαρά τις επιπτώσεις ενός τέτοιου ενδεχομένου. Και δεν νομίζω ότι θα βρεις εύκολα κανέναν που να συμφωνεί μαζί σου σ’ αυτήν την αντίδραση.
Η Ελλάς δίνει σήμερα έναν δύσκολο αγώνα για να επιτύχει την ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρώπη που ενώνεται. Ισότιμη συμμετοχή, που δεν θα εξασφαλίσει μόνον ένα υψηλότερο επίπεδο και ποιότητα ζωής για τους πολίτες της. 
Θα επιλύσει οριστικά και τα μεγάλα προβλήματα ασφαλείας που αντιμετωπίζει, θα πρέπει συνεπώς ως Υπουργός των Εξωτερικών, να διερευνήσεις σοβαρά τους κινδύνους που αναλαμβάνουμε να οδηγηθούμε σε μία πορεία απομάκρυνσης από την Ευρώπη.
Μία πορεία που θα μειώσει την δυνατότητά μας να υπερασπισθούμε τα άλλα μεγάλα εθνικά μας θέματα, και θα μας αφήσει εκτεθειμένους σε απρόβλεπτες εξελίξεις και κινδύνους, αν υπάρξει μια πραγματική εξωτερική απειλή. Και γνωρίζεις πολύ καλά ότι για την Ελλάδα δεν είναι από τα Σκόπια που ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια απειλή.
Κλείνοντας την επιστολή μου, θα ήθελα να σου επισημάνω ότι τα μεγάλα και δύσκολα εθνικά θέματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ψυχραιμία και υπευθυνότητα και να σου επαναλάβω ότι μοναδικός γνώμονας στον χειρισμό τους είναι το συμφέρον του Έθνους. 
Για την υπεράσπιση του οποίου δεν αρκούν οι καλές προθέσεις ή ο πατριωτισμός. Αυτό που έχει, τελικά, σημασία είναι το αποτέλεσμα. Το αλάθητο στον κόσμο αυτόν κανένας δεν το έχει. Ούτε βεβαίως το μονοπώλιο του πατριωτισμού. Γι’ αυτό υπάρχουν και είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα τα συλλογικά όργανα και η συλλογική λειτουργία της κυβέρνησης.
Αυτό που σήμερα ζητώ και από σένα, είναι να συμμετάσχεις χωρίς υστεροβουλίες στην συζήτηση που έχουμε χρέος να κάνουμε, αυστηρά μέσα στα πλαίσια της κυβέρνησης, για την αναζήτηση της καλύτερης για την χώρα μας λύσης στο μεγάλο και δύσκολο αυτό πρόβλημα. Χωρίς στο ενδιάμεσο, να θέτεις σε κανέναν, ούτε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ούτε στην κυβέρνηση, τελεσίγραφα και, όρους γι’ αυτήν την διαδικασία.
Όταν –πολύ σύντομα άλλωστε– θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία την οποίαν προηγουμένως σου ανέφερα, θα συνεδριάσουμε για να πάρουμε την τελική μας απόφαση.
Και τότε, μετά την λήψη της τελικής απόφασης, αν δεν συμφωνείς με αυτήν είναι φυσικό να πράξεις ό,τι νομίζεις.

Φιλικά,
Κ. Κ. Μητσοτάκης

Υ.Γ.: Λυπούμαι γιατί παρά και τις χθεσινές επισημάνσεις μου υπήρξαν πάλι σήμερα στον Τύπο από το Υπ. Εξωτερικών, απαράδεκτες διαρροές. Δεν καταλαβαίνεις επιτέλους ότι αυτή η μεθόδευση εκτός του ότι είναι απαράδεκτη βλάπτει τη χώρα!».

2 σχόλια :

Ανώνυμος είπε...

Ο Μητσοτακης είναι μεγάλος και υπεύθυνος πολιτικός που η ιστορία τον δικαίωσε!

Ο Σαμαρας για άλλη μια φορά με τον αρρωστημένο ψευτοπατριωτισμο του απαξίωσε τη χώρα στην Ευρώπη.

Ανώνυμος είπε...

Και όμως κάποιοι μέσα στη σημερινή σαμαρική ΝΔ τολμούν και μιλάνε για την δικαίωση του Σαμαρά και την ιστορική τιμωρία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέσω της δικαίωσης Σαμαρά.
Συγκρίνουν μου φαίνεται τις π.....ς με τις; βούρτσες!
Δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Τα έχουν χάσει τα καημένα και ζουν το δικό τους όνειρο.
Μην τους ξυπνάτε γιατί θα γίνουν αυτοδύναμοι.
Στο όνειρό τους πάντα!