Μας το λένε κι οι γιατροί, πότε από μετριοπάθεια, πότε βαριεστημένοι ή και κατά βάθος αμήχανοι: «Πρέπει ν’ αλλάξετε τρόπο ζωής, δεν γίνεται να συνεχίσετε έτσι». Κι αν βέβαια εννοούν να κόψεις τα πολλά τσιγάρα, να τα μετριάσεις βρε αδερφέ, να βάλεις και λίγο νερό στο τσίπουρό σου και να αποφεύγεις του λοιπού τα πολλά τηγανητά, όλο και κάτι μπορείς να καταφέρεις, ιδίως αν σε πείσει ο γιατρός με το παράδειγμά του και δεν στέλνει δυσανάγνωστα μηνύματα στο υπερπέραν με τον ......
......... καπνό του τσιγάρου του την ώρα που σου επιτίθεται με ασκητικότατα «πρέπει/δεν πρέπει». Αν όμως εξειδικεύσει την εντολή του, αν αρχίσει δηλαδή τα συνήθη, «να βρείτε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, να μην αγχώνεστε, να αθλείστε περισσότερο», τότε νιώθεις πως ο εντολοδότης γράφει τη συνταγή του πάνω στο νερό, και μάλλον το ξέρει και ο ίδιος.
Γιατί πώς να κόψεις το άγχος, αν κιόλας δεν αρέσκεσαι στα αγχολυτικά και δεν εμπιστεύεσαι ιδιαίτερα το φενγκ σούι ούτε βέβαια τα «γαλλικά καταπραϋντικά τουβλάκια» που πάνε να μας επιβάλουν τα κανάλια. Πού να βρεις ελεύθερο χρόνο όταν για να σε φτάσει ο υπάρχων, ο ψευτοελεύθερος και ο δεσμευμένος, για να καλύψει τις ανάγκες σου, πραγματικές και ψευδεπίγραφες, τον τεντώνεις μέχρι να σπάσει, και να σπάσεις τελικά κι εσύ ο ίδιος. Και τι πάει να πει «να αθλείσαι περισσότερο», όταν η άθληση, το κολύμπι έστω, σε πόλεις σαν την Αθήνα, προϋποθέτει συχνά μια παχυλώς αμειβόμενη αργοσχολία – να ’σαι, ας πούμε, «σύμβουλος» κάπου στο Δημόσιο, σαν τους χιλιάδες εκείνους «δικούς μας ανθρώπους», που τώρα (δεν κάνουν κακό οι υποθέσεις, εκτός και καταντούν ψευδαισθήσεις) θα μείνουν λέει δίχως αντικείμενο, δίχως κανέναν να του προσφέρουν τις σοφές τους συμβουλές. Πώς ν’ αλλάξεις τρόπο ζωής όταν αυτό που εννοείς σαν ζωή είναι ακριβώς ο ιδιάζων τρόπος της κι αν δεν τυχαίνει να παραπιστεύεις στη μετεμψύχωση.
Ν’ αλλάξουμε τρόπο ζωής, σαν λαός πια, μας συστήνουν τώρα οι ποικίλοι συρρεύσαντες θεράποντες, αλλοδαποί και γηγενείς, οι περισσότεροι με τον αντίχειρα της δεξιάς τους επιτιμητικά υψωμένο. Πρώτα, βέβαια, χρειαζόταν η διάγνωση, που δεν άργησε να βγει. Οικονομολόγοι (ανάμεσά τους και νομπελίστες, οι οποίοι, αν παρακολουθούσες τις σχετικές ανταποκρίσεις κάπως προσεκτικά, αντιλαμβανόσουν ότι άλλαζαν άποψη με τη σοκαριστική ευκολία που αλλάζουν πολιτική οι κυβερνήτες μας), «επενδυτικοί οίκοι» και λοιποί αγοραίοι, υπουργοί και υφυπουργοί καμιά εικοσαριά χωρών, αποτυχημένοι ημέτεροι κομματάρχες, κατασκευαστές ειδήσεων, εκφοβιστικών πρωτοσέλιδων τίτλων και γαργαλιστικών εξωφύλλων (τόσο στη Δύση όσο και στην ημεδαπή), αναλυτές του γυαλιού καλά ασφαλισμένοι σε παχυλά συμβόλαια που τους δίνουν την άνεση να κηρύξουν στους υπόλοιπους την υποχρέωση της σπαρτιατικής ζωής, συνέκλιναν γρήγορα στην ιδέα ότι πεθαίνουμε σαν χώρα επειδή είμαστε άρρωστοι σαν λαός, αθεράπευτα άρρωστοι. Ποικίλα τα ονόματα της αρρώστιας μας, το ένα χειρότερο από το άλλο: λαμογίτιδα, ρεμουλίτιδα, τεμπελχανίτιδα, δεβαριεσίτιδα, δανειολαγνίτιδα κ.τ.λ. Και, όπως αποφάσισε το ιατρικό κονκλάβιο, νοσούμε όλοι εξίσου, πλούσιοι και πτωχοί, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, διασπαθίσαντες υπέρ εαυτών και ημετέρων τον δημόσιο πλούτο και αθώοι του χρήματος, ρουσφετολογήσαντες και σθεναρά αρνηθέντες την παράδοση του ρουσφετιού, κρατικοκορβανοφάγοι και μη, εκ συστήματος βολεμένοι και εξ ιδεολογίας κορόιδα, «επώνυμοι» και «ανώνυμοι», σπάταλοι και μετρημένοι, παράσιτα και εργασιομανείς, όσοι έσπευσαν να βγάλουν τα εκατομμύριά τους στην Ελβετία κι όσοι από πείσμα δεν θα έβγαζαν τίποτε ακόμα κι αν τους περίσσευε, απατεώνες και τίμιοι, όσοι γνωρίζουν τον ιδρώτα μόνο στις ξαπλώστρες της καλοκαιρινής Μυκόνου κι όσοι γεννήθηκαν για να κοπιάζουν και κοπιάζουν μέχρι να πεθάνουν.
Ολοι άρρωστοι, λοιπόν, σωματικά, ηθικά και πνευματικά – χωρίς διάκριση, χωρίς διαφορική διάγνωση. Κατά συνέπεια, όλοι, ανεξέταστοι και αναπολόγητοι, στην καραντίνα (για να μη μεταδοθεί ο ιός στην ευαίσθητη Ευρωζώνη), όλοι στην ίδια θεραπεία, στην τιμωρία και τον σωφρονισμό. Η Ευρώπη βρήκε τις μάγισσές της, το ευρώ τους δολιοφθορείς του, το ΔΝΤ τα νέα πειραματόζωά του (εν αναμονή και των λοιπών προς σφαγήν PIGS), οι δε κυβερνήτες μας βρήκαν επιτέλους τις πταίει: για τους νυν ευθύνονται οι πρώην, για τους πρώην αποκλειστικά οι νυν, και για αμφότερους φταίει ο «χοντρολαός», που είναι βέβαια «υπέροχος» (ευχαριστούμε πολύ, κ. Παπανδρέου, για τα καλά σας λόγια, δυσκολευόμαστε ωστόσο να ανταποδώσουμε), αλλά δεν παύει να έχει τα κουσούρια του. Να πούμε κι εμείς λοιπόν –με χιούμορ αρρωστημένο βεβαίως, τι άλλο να διαθέτουν οι νοσούντες– ότι μια οικονομία στην οποία επιστατούσαν ανέκαθεν παπάδες, μα Παπαντωνίου, μα Παπαθανασίου, μα τώρα Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου, δεν θα μπορούσε να αποφύγει την κηδεία της.
Οπωσδήποτε η ευθύνη δεν είναι μόνο όσων διαχειρίστηκαν (κληρονομικώ δικαιώματι, πάντως υπερψηφισθέντες, έστω επειδή αποδείχθηκαν ικανότεροι στον μαζικό φενακισμό) τα κοινά τις τελευταίες δεκαετίες· έχουν το μερίδιό τους και όσοι βολεύτηκαν με το ισχύον μοντέλο, το εκμεταλλεύτηκαν, νομιμοποιώντας με τη μικροδιαφθορά τους τη μείζονα διαφθορά της κορυφής, ή απλώς το ανέχτηκαν Αλλά η ύπουλη διάχυση της ευθύνης έχει στόχο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τελικά δεν ευθύνεται κανείς ιδιαίτερα, η δε συλλήβδην ενοχοποίηση ενός λαού (με ηθικίστικα πλέον κριτήρια και με τη σύμπραξη της παντοειδούς ηγεσίας του) αποσκοπεί στην απαλλαγή των κατεξοχήν υπευθύνων και στην αποδοχή ως μοιραίου του ναυαγίου και ομοίως μοιραίων και αναπόφευκτων των καταναγκαστικών «ναυαγοσωστικών» μέτρων. Οπωσδήποτε επίσης, το ότι δεν γίνεται να συνεχίζουμε να ζούμε όπως ζούσαμε, με δανεικό πλαστικό χρήμα και πλαστές σχέσεις με την πραγματικότητά μας, το είχαμε νιώσει όλοι, ή σχεδόν όλοι, από καιρό. Απλώς τώρα, με την εισβολή των Αμερικανών και Ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων και εμπειροκηδεμόνων, συνειδητοποιήσαμε ότι στο παλιό εκείνο σύνθημα «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό», η ακροτελεύτια λέξη γραφόταν κάπως παράδοξα: ΔυΝαΤό.
«Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή», αυτό λέμε μεταξύ μας, αλαφιασμένοι, ματαιωμένοι, με μια οργή αδιέξοδη προς το παρόν, αυτοφαγική, και με το μυαλό μας να κοπιάζει κάτι να εννοήσει, μήπως και δεν δικαιωθεί και η συνέχεια του Διονύση Σαββόπουλου, «τι να καταλάβουμε οι φτωχοί»... Οικονομικά, το πιο πιθανό είναι πως θα εξουθενωθούμε· στη ζούγκλα που κατάντησε ο κόσμος, η αλληλεγγύη είναι γράμμα κενό ακόμα και για τους διά συμβολαίων εταίρους. Αλλά τουλάχιστον να μην τους δώσουμε τη χαρά να τσακιστούμε ηθικά και πνευματικά, να μην καταντήσουμε αυτό που οι κηδεμόνες μας, αλλοδαποί και ημεδαποί, λένε πως είμαστε: οι άθλιοι των Αθηνών, με τη λέξη «άθλιοι» να τη βαραίνουν όλες οι απεχθείς σημασίες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου