Ο µικρός τόπος είναι µεγάλος έρωτας. ∆εν γίνεται να αγαπήσεις - όπως φαντάζεται τουλάχιστον κανείς - µια µεγάλη χώρα όπως µια µικρή πατρίδα. ∆εν εξηγείται διαφορετικά το κόλληµα που έχουµε µε την Ελλάδα όλοι µας, ανθρωποι καθηµερινοί, επιστήµονες, καλλιτέχνες, πανεπιστηµιακοί, αγρότες, ακόµη και πολιτικοί.
Πώς συµβαίνει τώρα, παρά το κόλληµα αυτό, η ζωή να γίνεται για
πολλούς αβίωτη, είναι ένα µυστήριο. Ν' αγαπάµε έως τρέλας έναν τόπο και ταυτόχρονα να τον καταστρέφουµε, είναι ένα δεύτερο µυστήριο. Χώρια που όσο κι αν θέλουµε να την αρνηθούµε τη χώρα µας µάς κυνηγάει όπου κι αν πάµε.Σπουδαίος πανεπιστηµιακός που λείπει χρόνια από την Ελλάδα, το πρώτο που ρωτάει στα τηλεφωνήµατά του είναι αν πληροφορούνται οι συµπατριώτες του στην πατρίδα το τι κάνει ο ίδιος στην Αµερική.
Να 'ναι αλήθεια η «λύση» αυτού του αινίγµατος η κουβέντα της ∆ήµητρας Γαλάνη «όπως είµαστε µια πολύ µικρή χώρα, µπορούµε να συµπεριφερθούµε σαν µια οικογένεια». Μήπως καταστρεφόµαστε γιατί δεν συµπεριφερόµαστε µε τον τρόπο αυτό;
Τότε πώς εξηγείται η παρρησία της Ντόρας Μπακογιάννη όταν µιλάει για την Ευρυτανία λέγοντας πως «ο νοµός αυτός ήταν ο φτωχότερος της Ελλάδος.
Είχε κάνει ο µακαρίτης ο Κατσάµπας ένα ίδρυµα, µάζεψε εκεί τα παιδιά της Ευρυτανίας και έβγαλε άπό τότε καθηγητές πανεπιστηµίου, δικαστές, ανθρώπους διακεκριµένους». Τι συµβαίνει λοιπόν;
Ταιριαστή η ενδυµατολογική απόχρωση της ∆ήµητρας Γαλάνη και του Θανάση Νιάρχου µε το σοµόν του καναπέ. Οπως επίσης και της οικοδέσποινας Ντόρας Μπακογιάννη
Επειδή η Ντόρα Μπακογιάννη και η ∆ήµητραΓαλάνη έχουν η καθεµιά µεγάλη ιστορία στον χώρο τους, στην απορία τι να τις πρωτορωτήσει κανείς όρµησε ακάθεκτη η τραγουδίστρια.
∆ήµητρα Γαλάνη: Τίποτα απολύτως. Κατ’ ευθείαν στο ζουµί. Προσωπικά θα ‘θελα να πω πώς γίνεται να µην το βλέπουµε, ενώ είναι απολύτως αποδεδειγµένο, ότι η πολιτική µε τον τρόπο που ασκείται είναι ένας χώρος που έχει στερηθεί την πνευµατικότητα, το ολιστικό που έχει η γυναικεία φύση. Προς Θεού, δεν είµαι φεµινίστρια, είµαι εναντίον όλων των «-ισµών». Πρόκειται βέβαια για ένα γεγονός που επιδεινώνεται στην ελληνική κοινωνία.
Ντόρα Μπακογιάννη: Είναι ένα πρόβληµα γενικότερο, δεν είναι µόνο της ελληνικής κοινωνίας. Κατ’ αρχάς φταίµε εµείς οι ίδιες που απαρνηθήκαµε δηµόσια ένα µεγάλο κοµµάτι της φύσης µας, γιατί πιστέψαµε πως είναι προϋπόθεση για να παλέψουµε. Αισθανθήκαµε πως δεν επιτρέπεται να δείξεις συναίσθηµα γιατί, αν το κάναµε, θα ακούγαµε να λένε: «Τι περιµένεις; Γυναίκα είναι». Θυµάµαι τη Μαρία τη ∆αµανάκη που µε το που σήκωνε τη φωνή της, γράφανε αµέσως: «Τσιρίζει». Για δυο γυναίκες σε διάλογο, που µπορούσε πολλές φορές να είναι έντονος, δηµιουργούνταν αµέσως η εικόνα πως πρόκειται για δυο γυναίκες που µαλλιοτραβιούνται. Χωρίς να θέλω να δώσω την εντύπωση ότι κλαίγοµαι, είναι άδικος ο τρόπος µε τον οποίο συµπεριφέρονται στις γυναίκες στην πολιτική. Η γυναίκα ξεκινάει εκατό µέτρα πιο πίσω σε σχέση µε τον οποιονδήποτε άντρα. Κανείς δεν θα ασχοληθεί µε έναν άντρα αν είναι κουρασµένος ή αν είναι χοντρός. Γεγονός που δεν ισχύει βέβαια για τις γυναίκες. Για µένα, ωστόσο, µεγαλύτερο ακόµα πρόβληµα είναι η σιωπή των πνευµατικών ανθρώπων.
∆.Γ.: ∆εν νοµίζω ότι ένας πραγµατικά πνευµατικός άνθρωπος µπορεί να πάρει µέρος στην κατάντια που υφίσταται σήµερα, ακόµα και αν θα µιλούσε µε τον δικό του τρόπο. Η συµµετοχή του µπορεί να υπάρξει µόνο µε τα βιβλία του και µε το έργο του. Οσοι βγαίνουν µπροστά και µιλάνε είναι αυτοί που παριστάνουν τους πνευµατικούς ανθρώπους. Η σιωπή του πνευµατικού ανθρώπου έχει να κάνει µε τον τρόπο που δηµοσιοποιούνται σήµερα τα πράγµατα. Η ευτέλεια της δηµοσιότητας, οι µηχανισµοί δηλαδή των ΜΜΕ που δηµιουργούν αυτή την ευτέλεια (σαφέστατα υπάρχουν εξαιρέσεις), θα υποχρεώσει τον πνευµατικό άνθρωπο να ευτελιστεί αν δεχτεί να συµµετάσχει.
∆ηλαδή τι; Να βάλεις να µιλήσει ένας πνευµατικός άνθρωπος και έπειτα να δείξεις στη µεσηµεριανή ζώνη τηζωή της Τζούλιας Αλεξανδράτου; ∆εν γίνεται αυτό το πράγµα να είναι όλα µαζί στον ίδιο ντορβά.
Ντ. Μπ.: ∆εν συµφωνώ µαζί σου. Θεωρώ ότι στη µεγάλη τους πλειοψηφία οι πνευµατικοί άνθρωποι κλείνονται στον ιδιωτικό τους χώρο µε ανθρώπους µε τα ίδια ενδιαφέροντα µε τα δικά τους. Θυµάµαι ότι ήµουν πολύ µικρό παιδί όταν η Ακαδηµία Αθηνών χειροκρότησε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και είχα πάθει κυριολεκτικά στραπάτσο. Στο µυαλό µου η Ακαδηµία Αθηνών ήταν κάτι πάρα πολύ µεγάλο που δεν το φτάνει κανείς ποτέ. Νιώθω λοιπόν ότι µε τη σηµερινή κρίση που έχει καταρρεύσει ένα ολόκληρο οικοδόµηµα, υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν καθαρά το τι συµβαίνει, µε την απόσταση µάλιστα την οποία δεν µπορώ να έχω εγώ που είµαι µέσα στην κατσαρόλα και βράζω, αλλά δεν µιλούν.
Να βγουν και να µιλήσουν και να µας τα σούρουν εµάς των πολιτικών, αλλά όχι µε τη γενική έκφραση ότι όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρµένοι, χαµένοι και ηλίθιοι.
∆.Γ.: ∆υστυχώς όµως, αποδείχθηκε µέσα στα χρόνια ότι ο τρόπος µε τον οποίο ασκείται η πολιτική κοντεύει να βγάλει από τη µέση, από το επάγγελµα του πολιτικού δηλαδή, τους σοβαρούς ανθρώπους. Θα θυµηθώ ότι παλαιότερα οι πολιτικοί µπορεί να ήταν αδέκαστοι, σκληροί, ας µου επιτραπεί η έκφραση, βλάχοι πολλές φορές, όταν όµως επιστρέφανε σπίτι τους τρώγανε µε πνευµατικούς ανθρώπους και ανταλλάσσανε πέντε πράγµατα. Παράδειγµα, ο Κωνσταντίνος Καραµανλής µπορεί να χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι αλλά έτρωγε µε τον Χορν, µε τον Χατζιδάκι, µε τον Μινωτή. ∆εν ισχυρίζοµαι ότι θα πήγαινε την επόµενη µέρα στο γραφείο του και θα έκανε άλλα, όµως κάτι µετέφερε χάρη σε αυτήν την αύρα. Αν η πολιτική υπήρξε συχνά σε φοβερή σύγκρουση µε την πνευµατικότητα, είναι γιατί στη σχέση αυτή κέρδιζε πάντα η αθλιωδέστερη µορφή εξουσίας.
Ντ. Μπ.: Για έναν µαχόµενο πολιτικό, ένα βράδυ όπως το περιγράφει η ∆ήµητρα, είναι ένα απίστευτο πλυντήριο. Οταν βγαίνεις από µια σχετική παρέα, έχει ξεπλυθεί ο εγκέφαλός σου. Πώς όµως όλο αυτό να µεταφερθεί σε µια εποχή όπου η δήλωση του πολιτικού πρέπει να έχει επτά λέξεις, γιατί αλλιώς δεν «παίζει», µε αποτέλεσµα να ακούς τον εαυτό σου να µιλάει και να λες µέσα σου «δεν µπορεί να είµαι εγώ που λέω αυτά τα πράγµατα». Εξακολουθώ όµως να πιστεύω ότι οι άνθρωποι οι πνευµατικοί έχουν τη δυνατότητα παρέµβασης, γιατί τους ακούει ο κόσµος. Εµένα µε το που θα ανοίξω το στόµα µου µπορεί να πει κάποιος «ωχ, ωχ, ωχ, η Ντόρα είναι, πολιτικός είναι» και να κάνει ζάπινγκ. Είδα τις προάλλες µια εκποµπή µε την Κική ∆ηµουλά και µου έκανε φοβερή εντύπωση το τι έλεγε. Βέβαια ∆ηµουλά είναι αυτή, ό,τι και να πει σηµασία έχει που την άκουγε ο κόσµος. Είπε η ∆ηµουλά κάτι καταπληκτικό:
«Οταν δίνω, αδειάζω, και έτσι µπορώ να ξαναγεµίσω». Σκεφτόµουν πόσο σωστή είναι αυτή η κουβέντα. ∆εν µπορεί στη ζωή αυτή να παίρνεις µόνο, γιατί κάποια στιγµή θα φουλάρεις και δεν θα µπορεί να πάρεις άλλο.
∆.Γ.: Εγώ αυτήν τη στιγµή µπήκα στα 59 µου χρόνια. Οσα χρόνια θυµάµαι τον εαυτό µου, αλλά και µε όσα µου έχουν πει οι δάσκαλοί µου, αυτό που µε θλίβει αφάνταστα είναι ότι ενώ υπάρχει σ' αυτήν τη χώρα ένα δυναµικό 15-20% ανθρώπων ανοιχτών, ενηµερωµένων, εξαιρετικά αποδοτικών, αυτό το ποσοστό που δυστυχώς συρρικνούται συνεχώς µένει µονίµως διψασµένο και εγκαταλελειµµένο από την οποιαδήποτε εξουσία. Ποτέ σ' αυτήν τη χώρα η εξουσία δεν έδωσε σηµασία σ' αυτούς τους ανθρώπους που µε τους παλιούς εκλογικούς νόµους βγάζανε και κυβερνήσεις.
Ντ. Μπ.: Αυτό το 20% είναιη ατµοµηχανή για το υπόλοιπο 80%. Αν το 20% γίνει 30% και 40%, η Ελλάδα θα πάει µπροστά. Αν
Η πολιτικός και η τραγουδίστρια σε ένα ενδιαφέρον τετ α τετ κάπου αποτύχαµε παταγωδώς, είναι ότι καταφέραµε…
∆.Γ.: Το 20% να το κάνουµε 8%. Ντ. Μπ.: Οχι, το 20% υπάρχει. Σε όποιον όµως νέο άνθρωπο θέλει να ανήκει σ' αυτό το 20% τού έχουµε διαψεύσει κάθε ελπίδα. Αυτό είναι το πρόβληµα.
∆.Γ.: Χρειάζεται να γίνουν τριγµοί βαθείς. Αν δεν γίνουν οι τριγµοί αυτοί, δεν θα καθαρίσει η πολιτική και δεν θα µπορέσουµε να συνοµιλήσουµε. Οπως είµαστε µια πολύ µικρή χώρα, µπορούµε να συµπεριφερθούµε σαν µια οικογένεια µέσα σ' αυτό το παγκοσµιοποιηµένο «πακέτο». ∆εν αντιλαµβάνοµαι τον λόγο για τον οποίο µας κυνηγάει σε όλη την ιστορία αυτού του λαού η κατάρα της διαίρεσης και της διχόνοιας. Αφού διαθέτουµε ένα τόσο µεγάλο προνόµιο να έχουµε πληθυσµό ελληνικό.
Ντ. Μπ.: Πραγµατικά δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να ενώνει και να συναρπάζει τον κόσµο όσο η δηµιουργία. Είναι τροµερό να σκεφτείς ότι, αν και ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του βίωµα, επικοινωνούν τελικά όλοι µεταξύ τους χάρη σ' ένα µοναδικό τραγούδι. Εχετε ποτέ παρακολουθήσει καλοκαιράκι µε πανσέληνο συναυλίες; Το έζησα στους Ολυµπιακούς Αγώνες. Εβλεπες Αµερικανούς µε Ιρακινούς να χορεύουν µαζί αγκαλιασµένοι σε µια πλατεία. Κι αναρωτιόσουν πόσο µεγάλη είναι η δύναµη ενός µηνύµατος, όπως είναι το µήνυµα της µουσικής. Κι όπως το παρακολουθούσες, σκεφτόσουν επίσης κι έλεγες «δεν µπορεί, µάλλον στραβά αρµενίζουµε εµείς εδώ πέρα».
∆.Γ.: Θέλω να συνεχίσω µνηµονεύοντας ένα περιστατικό. Πριν από µερικά χρόνια στη ∆ράµα καθόµουν κι έτρωγα µε κάτι φίλους, καλοκαιράκι. Περνάει ένας άνθρωπος µε το καροτσάκι του, πούλαγε φρούτα και λαχανικά. Μας βλέπει, κόβει µε τα χέρια του κάτι ροδάκινα ολόφρεσκα και ζουµερά. Ερχεται και τα ακουµπάει πάνω στο τραπέζιµε µεγάλη ευγένεια, ζητώντας συγγνώµη από τους κυρίους. «Καθήστε να πιείτε ένα κρασί µαζίµας», χρειάστηκε να επιµείνουµε για να καθήσει. Αρχισε να µας µιλάει για τον Λόρκα, τον Λόρκα του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Γιάννη Γλέζου και πρόσθεσε: «Είµαι αγρότης και κάθε χρόνο µαζεύω τα χρήµατα και πηγαίνω ένα ταξίδι στα µέρη που έχει περιγράψει ο Λόρκα. Γρανάδα, Σεβίλλη, Ανδαλουσία». Είχα συγκινηθεί φοβερά και του είπα: «Θέλω να µου κάνετε ένα χατίρι. Να δεχθείτε τα Απαντα του Λόρκα (είχα υπόψη µου µια σχετικήέκδοση)που θασας στείλω αύριο µόλις γυρίσω στην Αθήνα». Γύρισε και µουείπε, χαϊδεύοντάς µου το χέρι: «Κυρία Γαλάνη, σας ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν ξέρω να διαβάζω...».
Κυρία Μπακογιάννη, εσείς στο δικό σας µετερίζι, εγώ στο δικό µου, κάντε κάτι, δεν πάει άλλο.
Θα τον χάσουµε αυτόν τον άνθρωπο. Και δεν είναι µόνος, δεν είναι λίγοι, µόνο που είναι δυστυχισµένοι, άφωνοι και χωρίς ελπίδα. Ντ. Μπ.: Σήµερα η ευθύνη, µπορώ να το πω ευθέως, δεν είναι πια στα χέρια των πολιτικών, είναι πολύ ευρύτερα. Οταν σηκώθηκε η αυλαία, που λέει και ο Καζαντζάκης, στη σκηνή ήµασταν όλοι µαζί. ∆εν γίνεται όµως να βλέπουµε µια πατρίδα που πηγαίνει όπως πηγαίνει σήµερα. Να τσακώνονται τα κόµµατα γιατί συµβαίνει να συµφωνούν. Θέλει δύναµη για να συµφωνήσεις, δύναµη δεν είναι µόνο η διαφωνία. Αν δεν µπορέσουµε να συνεννοηθούµε σε πέντε βασικά πράγµατα, κι όπως έχουµε µια ροπή προς την τραγωδία, θα κλαίµε επί των ερειπίων.
Πώς αισθάνεσθε, να υπάρχει µια εικόνα για σας, σε ορισµένους έστω, που δεν έχει καµιά σχέση µε την πραγµατικότητά σας, όπως εσείς τη γνωρίζετε;
∆.Γ.: Εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβληµα.
Ντ. Μπ.: Εγώ έχω. Είναι φορές που µε πονάει πάρα πολύ, που µε εξοργίζει πάρα πολύ, αλλά είναι και φορές πουτο βλέπω φαταλιστικά. Βεβαίως, µέµφοµαι τον εαυτό µου, όταν συµβεί να το αποδεχτώ γιατί αυτή η εικόνα της Cruella de Vil µού δηµιουργεί συχνά πανικό. Εχω όµως κάτι που κανείς δεν µπορεί να µου το πάρει. Τον δικό µου ιδιωτικό χώρο, τους δικούς µου φίλους, τη δικιά µου Αλεξία, τον δικό µου Κώστα, τα δίδυµα που µεγαλώνουνε µε τις ιστορίες που εµείς ξέρουµε να τους λέµε. Είναι φορές όµως που µε πιάνει το παράπονο. Αλλά αυτό που έχει σηµασία δεν είναι η οργή ή το παράπονο του καθενός µας. Είναι να ξαναβρούµε ορισµένες αξίες που τις χάσαµε στον δρόµο, τις µπερδέψαµε µε τα Burberry's.
∆.Γ.: Παράλληλα να συντονίσουµε τον βηµατισµό µας µε αυτό που συµβαίνει. ∆ενπρέπει να ξεχαστεί ότι κάποτε ένας εργάτης κάρφωνε πρόκες σε µια οικοδοµή και τραγουδούσε «Ενα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή». Κοπάναγε και τραγουδούσε. Και Καζαντζίδηβέβαια, αλλά και Ελύτη, χωρίς όµως να τον ξέρει, άθελά του. Αυτό πρέπει να το ξαναβρούµε. ∆υστυχώς δεν βοηθάνε καθόλου οι πολιτικοί. Λατρεύω το ραδιόφωνο, λατρεύω την τηλεόραση, αλλά έχουν κακοποιηθεί µε τον χειρότερο τρόπο.
Ντ. Μπ.: Γι' αυτό πρέπει να κόψουµε εκατό εκατοµµύρια από την ΕΡΤ αλλά όχι από το Τρίτο Πρόγραµµα.
Περιµένοντας το καράβι...
Αν, ο µη γένοιτο, κυρία Μπακογιάννη, γινόταν µια χούντα και βρισκόσασταν αποµονωµένη µε τον Αλέξη Τσίπρα, τον Φώτη Κουβέλη, την Αλέκα Παπαρήγα, πώς θα νιώθατε;
Ντ.Μπ.: Περιµένοντας το καράβι να περάσει να µας πάρει.
Προσέξτε, εγώ είµαι πολιτικό προϊόν της δικτατορίας. Από τα δεκατέσσερά µου έως τα είκοσι ένα µου χρόνια έζησα τη δικτατορία ως εξόριστη. Εγωιστικά, αν θέλετε, ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωής µου. Σ’ ένα περιβάλλον όπου ο Θεοδωράκης τραγουδούσε, η Μελίνα διαµαρτυρόταν, ο Ντασσέν φώναζε (δεν θέλω να πω τώρα πώς ονόµαζε την Ελλάδα λόγω της δικτατορίας), ο Λουλές µε τη µικρή του γκαµπαρντίνα που έµενε συνήθως µουγκός, αλλά όταν παρενέβαινε η φωνή του γινόταν δυνατή, η Αλκη Ζέη, ο Πλωρίτης, η δασκάλα µου, η Μαρίκα Αποστολοπούλου, η Στρουµπούλη που µόλις είχε επιστρέψει από την Τασκένδη. Μιλάµε για ανθρώπους που ζούσανε µαζί µ’ όλους εµάς τους κοινούς πολιτικούς, όπως ήταν ο Μητσοτάκης ή ο Καραµανλής µε την Αµαλία. Είναι απίστευτο πώς ενώνει το όραµα για τη δηµοκρατία.
∆.Γ.: Για να µπορέσουµε όµως να µιλήσουµε για όλα αυτά µε άνεση, χρειάζεται να επιστρέψουµε σε πιο παραδοσιακά µέσα. Στην εφηµερίδα, καλή ώρα, που µας δίνει σήµερα αυτή την ευκαιρία, στα περιφερειακά ραδιόφωνα και βέβαια στο ∆ιαδίκτυο. Να καταλάβει ο καθένας πως έχουµε σηκώσει όλοι µας τα µανίκια και πως ό,τι γίνει δεν είναι γιατί η Ντόρα είναι κόρη του Μητσοτάκη και εγώ η χοντρούλα τραγουδίστρια του Χατζιδάκι. Είναι επειδή δεν το βάζεις κάτω. ∆εν θέλω να προδώσω ούτε τους δασκάλους µου, τον Ματθαίο Μουντέ και τον Τάσο Λιγνάδη, ούτε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι που µου δίνανε το δικαίωµα, ενώ ήµουν 16 χρονών, να παρακολουθώ τα καλαµπούρια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου