«Μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι “είμαστε όλοι Ελληνες”, αλλά μάλλον κάποιοι Ελληνες δεν είναι και τόσο Ελληνες: αυτοί που μας κυβερνούν» (Αλέξης Τσίπρας)
Η δήλωση του προέδρου του Συνασπισμού και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ξάφνιασε πολλούς στις αρχές της εβδομάδας. Λίγες ώρες μετά το τέλος του Eurogroup, που επικύρωσε τη νέα δανειακή σύμβαση της χώρας και το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, ο Αλέξης Τσίπρας «χώρισε» τους Ελληνες σε «περισσότερο και λιγότερο Ελληνες» καταχωρίζοντας στην κατηγορία των «λιγότερο Ελλήνων» αυτούς που «μας κυβερνούν».
Τη δήλωση Τσίπρα ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή από στελέχη της Αριστεράς, πλην του Δημήτρη Παπαδημούλη που τη χαρακτήρισε μιλώντας στον Βήμα FM «ατυχή». Στην πραγματικότητα όμως η δήλωση ξύπνησε βαθύτερες μνήμες στον χώρο της Αριστεράς, μνήμες εποχών όπου τα στελέχη της πλήρωναν με τη ζωή τους ακριβώς αυτή τη διάκριση.
Τη δήλωση Τσίπρα ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή από στελέχη της Αριστεράς, πλην του Δημήτρη Παπαδημούλη που τη χαρακτήρισε μιλώντας στον Βήμα FM «ατυχή». Στην πραγματικότητα όμως η δήλωση ξύπνησε βαθύτερες μνήμες στον χώρο της Αριστεράς, μνήμες εποχών όπου τα στελέχη της πλήρωναν με τη ζωή τους ακριβώς αυτή τη διάκριση.
Ο Πάνος Δημητρίου, 92 ετών σήμερα, ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς, ο οποίος πρωτοστάτησε στην πρώτη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας το 1968 μαζί με τους Παρτσαλίδη και Ζωγράφο, χαρακτηρίζει λάθος την επίμαχη δήλωση. «Οσοι στο παρελθόν έχουμε υποστεί λόγω της συμμετοχής μας στους λαϊκούς αγώνες διώξεις, φυλακίσεις και εκτοπισμούς, με βασική την κατηγορία του “εθνοπροδότη”, του “εαμοβούλγαρου” και του “ανθέλληνα”, με έκπληξη και βαθιά λύπη ακούσαμε να χαρακτηρίζονται “λιγότερο Ελληνες”, και μάλιστα από αριστερά χείλη, πολιτικοί μας αντίπαλοι. Πρόκειται για σοβαρό και μεγάλο λάθος», δηλώνει ο Πάνος Δημητρίου, μία από τις σπάνιες φορές που μιλάει δημοσίως.
Ο Πετρος Μαρκαρης γνωστός συγγραφέας τονίζει ότι ο διαχωρισμός μεταξύ «Ελλήνων και μη Ελλήνων» δεν είναι μόνο «λεκτικό ατόπημα», όπως έσπευσαν να πουν στελέχη της Αριστεράς που μετέχουν ή είναι κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κρύβει κάτι βαθύτερο.
«Ο κ. Τσίπρας κατάγεται από μια παράταξη η οποία μετεμφυλιακά και έως το τέλος της χούντας έζησε με τη ρετσινιά που της είχε προσάψει η εθνικόφρων παράταξη της εποχής, του “μη Ελληνα”, του “ανθέλληνα”, του “Βούλγαρου“ και του “εαμοβούλγαρου”», τονίζει ο κ. Μάρκαρης.
«Πιστεύαμε ότι από την πτώση της χούντας και μετά αυτή η παρακρατική φρασεολογία θα είχε οριστικά τελειώσει στην Ελλάδα. Σήμερα ο κ. Τσίπρας επανέρχεται με μια αριστερή εθνικοφροσύνη, η οποία ακριβώς επιχειρεί να χωρίσει τους Ελληνες σε Ελληνες και μη Ελληνες. Αυτό μπορεί να ηχεί ανατριχιαστικό, ανιστόρητο, μέχρι και εξοργιστικό, αλλά δεν έρχεται ξαφνικά».
«Πιστεύαμε ότι από την πτώση της χούντας και μετά αυτή η παρακρατική φρασεολογία θα είχε οριστικά τελειώσει στην Ελλάδα. Σήμερα ο κ. Τσίπρας επανέρχεται με μια αριστερή εθνικοφροσύνη, η οποία ακριβώς επιχειρεί να χωρίσει τους Ελληνες σε Ελληνες και μη Ελληνες. Αυτό μπορεί να ηχεί ανατριχιαστικό, ανιστόρητο, μέχρι και εξοργιστικό, αλλά δεν έρχεται ξαφνικά».
Ο κ. Μάρκαρης συνδέει τη δήλωση με τη γενικότερη στάση μιας πτυχής της Αριστεράς σε όσα συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια και σε αντίθεση με όσους επιχειρηματολογούν «για την Αριστερά που δεν κυβέρνησε, άρα δεν φταίει», λέει τα εξής:
«Μια παράταξη η οποία συνέβαλε την τελευταία δεκαετία στο να μην αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα, από την εργατική νομοθεσία έως τα πανεπιστήμια, και κάλυψε όλη αυτή την περίοδο πολιτικά τους όποιους τραμπουκισμούς έχουν γίνει στην Αθήνα και στην Ελλάδα, όπως ακριβώς τα μετεμφυλιακά κόμματα κάλυπταν τους τραμπούκους της εποχής, είναι φυσικό να καταλήξει σήμερα σε έναν πολιτικό λόγο αριστερής εθνικοφροσύνης.
Η Ελλάδα πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ‘50 και με μεγάλη μου λύπη βλέπω την Αριστερά να ηγείται».
«Μια παράταξη η οποία συνέβαλε την τελευταία δεκαετία στο να μην αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα, από την εργατική νομοθεσία έως τα πανεπιστήμια, και κάλυψε όλη αυτή την περίοδο πολιτικά τους όποιους τραμπουκισμούς έχουν γίνει στην Αθήνα και στην Ελλάδα, όπως ακριβώς τα μετεμφυλιακά κόμματα κάλυπταν τους τραμπούκους της εποχής, είναι φυσικό να καταλήξει σήμερα σε έναν πολιτικό λόγο αριστερής εθνικοφροσύνης.
Η Ελλάδα πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ‘50 και με μεγάλη μου λύπη βλέπω την Αριστερά να ηγείται».
Η Αννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, σημειώνει ότι η αντίληψη του διαχωρισμού περί Ελλήνων και μη Ελλήνων είναι αποκαλυπτική του ιδεολογικού προβλήματος που έχουν ορισμένες εκφάνσεις της Αριστεράς. Η ίδια συνδέει την αντίληψη αυτή με την αντίληψη που οδήγησε τη χούντα των συνταγματαρχών να αφαιρεί την ιθαγένεια από πολιτικά στελέχη.
«Τη μετεμφυλιακή 15ετία η σχεδόν πλήρης απουσία συναίνεσης έκανε την τότε πολιτική εξουσία να αποκαλεί “Βουλγάρους” όχι μόνο τους αριστερούς, αλλά και όλους όσοι φώναζαν στους δρόμους “Δημοκρατία”», θυμίζει η Αννα Φραγκουδάκη. «Αργότερα οι συνταγματάρχες (1967-1974) αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια από την Ελένη Βλάχου, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ανδρέα Παπανδρέου και άλλους. Το να ακολουθεί ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τη μαύρη αυτή παράδοση που σήμερα βγάζει στους δρόμους νταήδες με λοστούς, επειδή αυτοί “είναι”, λέει, “Ελληνες”, αποκαλύπτει πόσο βαριά ιδεολογική ομίχλη σκεπάζει τη λεγόμενη πλέον Αριστερά».
Εθνικιστικό πισωγύρισμα (του Βασίλη Παναγιωτόπουλου)
Η άστοχη δήλωση του κ. Τσίπρα, για φιλέλληνες και μη Ελληνες, είναι ασφαλώς προϊόν αμετροέπειας, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο και χωρίς επιχειρησιακή εμβέλεια.
Είναι μια δήλωση που δεν μπορεί να εγκαθιδρύσει στο ελληνικό κοινωνικό σώμα τη διάκριση Ελληνες πατριώτες - Ελληνες προδότες, γιατί αυτή την στιγμή μια τέτοια διάκριση απλά δεν υποστηρίζεται από το δημόσιο αίσθημα. Αλλωστε ο αντιφασιστικός αγώνας τελείωσε για την Ελλάδα τον Σεπτέμβρη του 1944.
Τέτοιες εκφράσεις όμως, και πολύ περισσότερο τέτοιες ιδέες, είναι δείγμα εθνικιστικού πισωγυρίσματος ενός αριστερού (μαρξιστικού) κόμματος που απλά έχασε τη μάχη με τον «γέροντα χρόνο», όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος αν ζούσε στις μέρες μας.
Οσο και να ακούγονται στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης πολιτικές κραυγές για «γερμανοτσολιάδες» και «Ελληνες μη Ελληνες», ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας βασίζεται στην αποδοχή ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων που, συνήθως σιωπηλά, στηρίζουν έναν «ιστορικό συμβιβασμό» της καταχρεωμένης χώρας με τους ιδιοτελείς, ασφαλώς, δανειστές της.
Κανένα συνεπώς εθνικιστικό παραλήρημα, όσο αντιιμπεριαλιστικό κι αν φαντάζει, δεν μπορεί αν διαιρέσει τον ελληνικό λαό και τους πολιτικούς και κοινωνικούς εκφραστές του σε πατριώτες και προδότες.
Παλιότερα προσπαθούσαμε να προφυλαχθούμε από την «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας», όπως έλεγε ο μακαρίτης Φίλιππος Ηλιού.
Τώρα πρέπει να αντιπαλέψουμε την «αναχρονιστική χρήση της Ιστορίας». Δυσάρεστα πράγματα και κουραστικά.
Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου