«Τι τραβάς κι εσύ, καημένε μου, με αυτούς που έμπλεξες», θα μπορούσε να σκέπτεται η Κριστίν Λαγκάρντ |
του Στέφανου Κασιμάτη
Με την ασάφεια που επικρατεί στα δύο κάποτε μεγάλα κόμματα, πολύ φοβάμαι ότι, τελικά, ίσως αδίκως να μουσκεύτηκαν οι άνθρωποι εκείνη την φοβερή Κυριακή. (Αφήστε, δε, ότι ορισμένοι ...
κόντεψαν και να πνιγούν...) Εννοώ, αν δεν το έχετε καταλάβει, τους βουλευτές της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, που υπερψήφισαν τη δανειακή σύμβαση στις 12 του μηνός και, κατά το προσφιλές δημοσιογραφικό στερεότυπο, «διέβησαν τον Ρουβίκωνα».
Προσωπικώς, προτιμώ να παρομοιάζω τη στάση τους με τη διάβαση του ποταμού Τουίντ, του φυσικού συνόρου της Σκωτίας με την Αγγλία, από τον στρατηγό Τζορτζ Μονκ το 1660, παρά με τον Ρουβίκωνα του Καίσαρα.
Ο λόγος είναι ότι οι ιστορικές συνέπειες του τολμήματος του Μονκ απεδείχθησαν ευεργετικές για την αποκατάσταση της πολιτικής τάξης στην Αγγλία της εποχής του:
Εβαλε τέλος στην αστάθεια και την ακυβερνησία που είχαν ξεσπάσει με τον θάνατο του Κρόμγουελ το 1658, οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας, αλλά και στην καθιέρωση νέων, καλύτερων ισορροπιών στη σχέση του θρόνου και του Κοινοβουλίου. Αντιθέτως, ο Ρουβίκωνας του Καίσαρα είχε συνέπειες συζητήσιμες.
Ο λόγος είναι ότι οι ιστορικές συνέπειες του τολμήματος του Μονκ απεδείχθησαν ευεργετικές για την αποκατάσταση της πολιτικής τάξης στην Αγγλία της εποχής του:
Εβαλε τέλος στην αστάθεια και την ακυβερνησία που είχαν ξεσπάσει με τον θάνατο του Κρόμγουελ το 1658, οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας, αλλά και στην καθιέρωση νέων, καλύτερων ισορροπιών στη σχέση του θρόνου και του Κοινοβουλίου. Αντιθέτως, ο Ρουβίκωνας του Καίσαρα είχε συνέπειες συζητήσιμες.
Ας μην παρασύρομαι όμως, γιατί η ακρίβεια των ιστορικών παραλληλισμών μικρή σημασία έχει εν σχέσει με την ουσία του ζητήματος.
Για όσους πιστεύουν ότι η έστω αβέβαιη σωτηρία του «ναι» ήταν προτιμότερη από τη βεβαία καταστροφή ενός δήθεν ηρωικού «όχι», το σημαντικό και το πρωτεύον τώρα είναι ότι το βήμα που έγινε εκείνη τη νύχτα με την περιστασιακή συναίνεση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ έχει μείνει μετέωρο και ο κίνδυνος να οδηγήσει τελικά στο πουθενά είναι ορατός.
Για όσους πιστεύουν ότι η έστω αβέβαιη σωτηρία του «ναι» ήταν προτιμότερη από τη βεβαία καταστροφή ενός δήθεν ηρωικού «όχι», το σημαντικό και το πρωτεύον τώρα είναι ότι το βήμα που έγινε εκείνη τη νύχτα με την περιστασιακή συναίνεση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ έχει μείνει μετέωρο και ο κίνδυνος να οδηγήσει τελικά στο πουθενά είναι ορατός.
Εξηγούμαι: Δεν έχω την αφέλεια να περιμένω ότι το σοκ που προκάλεσε η κρίσιμη ψηφοφορία στα πολυσυλλεκτικά κόμματα («κόμματα εξουσίας», τα λέγαμε άλλοτε...) ήταν ικανό να γκρεμίσει τα τείχη που τα χωρίζουν.
Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι, την κρίσιμη στιγμή, έδειξαν τη στοιχειώδη φρόνηση ώστε να μην αφεθούν στη σαγήνη της παραίτησης από τον αγώνα και βουτήξουν στο βάραθρο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως καταργούνται οι μεταξύ τους διαφορές.
Αυτές όχι μόνον μπορούν να υπάρχουν, αλλά είναι και χρήσιμο να υπάρχουν, εφόσον όλοι έχουν αποφασίσει να βρουν τον δρόμο που οδηγεί από το χείλος της αβύσσου σε ένα ασφαλές πεδίο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι, στις δύο ομάδες που συναποτελούν το πλήθος το οποίο σταμάτησε στο χείλος του βαράθρου, κάποιοι αρχίζουν τώρα να κοιτάζουν προς το κενό και να το ξανασκέφτονται, ενώ την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει ηγεσία, ώστε να τους οδηγήσει μακριά από τον κίνδυνο. Να πάρουμε πρώτα την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ.
Ο απερχόμενος ηγέτης μάλλον ενδιαφέρεται περισσότερο για ευκαιρίες διακοπών, παρά για τα όσα είπε στην ομιλία του της 12ης Φεβρουαρίου στη Βουλή. Μπορεί να μη φθάνει ώς την Κόστα Ρίκα, αλλά δεν λέει όχι για ένα γουίκεντ στη Σκιάθο με σκάφος. Χρονοτριβεί σκοπίμως στη διαδοχή, επειδή έτσι επιτρέπει στους Παπουτσήδες του νεαντερτάλειου ΠΑΣΟΚ να οργανώνουν καλύτερα την απειλή που ορθώνουν έναντι του Βενιζέλου.
Προφανώς, ελπίζει μέσω αυτών ο ίδιος να μεγιστοποιήσει τη διαπραγματευτική δυνατότητα για την προσωπική εξασφάλισή του έναντι μελλοντικών κινδύνων. (Σύντομη παρέκβαση περί Βενιζέλου: Μέχρι προσφάτως, ο νυν υπουργός Οικονομικών δεν είχε το παρελθόν που να εγγυάται ότι είναι η ιδεώδης επιλογή για την προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ στην πραγματικότητα.
Επειδή όμως είναι έξυπνος και έχει υποστεί τα πάνδεινα στις Βρυξέλλες, τούτη τη στιγμή είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται ότι, παρά τις απώλειες και τους κινδύνους, το ΠΑΣΟΚ θα επιζήσει, έστω μεταλλαγμένο, εφόσον συνεχίσει στον δύσβατο δρόμο για την παραμονή της χώρας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών.)
Το αποτέλεσμα του κατακερματισμού στο ΠΑΣΟΚ είναι, πάντως, ότι ο project manager του PSI (και πρωθυπουργός...) Λουκάς Παπαδήμος αυτή τη στιγμή δεν έχει με ποιον να συνεννοηθεί από πλευράς του κόμματος της πλειοψηφίας για το εκάστοτε κυβερνητικό πρόβλημα που προκύπτει πέραν του PSI:
Να μιλήσει με τον Γιώργο, τον Βαγγέλη, τον Χρηστάκη της δήθεν Προστασίας του Πολίτη ή με όλους μαζί; Ετσι, αναγκαστικά τα προσπερνά, διότι αν καθόταν να συνεννοείται με τον καθένα εξ αυτών για κάθε τι, δεν θα προλάβαινε να ασχοληθεί με τίποτε άλλο.
Το ηγετικό πρόβλημα της Ν.Δ. είναι διαφορετικής φύσεως. Εχει μεν αρχηγό, ο οποίος όμως διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί χωρίς τον σεβασμό των βουλευτών του. Τον κίνδυνο αυτό αντιπροσωπεύει η τάση εκ μέρους ορισμένων εκ των διαγραφέντων (των λιγότερο γνωστών, εκείνων που δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα επιβίωσης την επομένη μέρα) να διαπραγματεύονται, μέσω της αφόρητης κλάψας, τις προϋποθέσεις για την επιστροφή στο μαντρί.
Ο αποκλεισμός τους διά παντός ίσως δεν είναι η έξυπνη στάση. Τεράστια σημασία όμως έχει προς ποια πλευρά θα πέσει το βάρος του εξευτελισμού της επιστροφής:
Σε εκείνη του Σαμαρά ή στην άλλη των διαγραφέντων; Αν ο πρόεδρος της Ν.Δ. ενεργήσει σαν τον τσιφούτη που μετρά το κάθε ψηφαλάκι και όχι σαν ηγέτης που κάνει δύσκολες επιλογές επειδή τις πιστεύει, θα έχει τοποθετήσει τον εαυτό του ανάμεσα σε εκείνους τους οποίους έπεισε και τον ακολούθησαν και στους άλλους οι οποίοι τον έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Τόσο οι μεν όσο και οι δε θα γνωρίζουν πια ότι έχουν να κάνουν με αρχηγό που άγεται και φέρεται. Από την αρχή της παρούσας κρίσης είναι φανερό ότι το κενό ηγεσίας στην πολιτική σκηνή (η απουσία αληθινών πρωταγωνιστών, αν προτιμάτε) δυσχεραίνει την αντιμετώπιση του πολιτικού προβλήματος, που είναι η αιτία του οικονομικού.
Το μετέωρο βήμα υπέρ του «ναι» απλώς το αναδεικνύει εντονότερα...
Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι, την κρίσιμη στιγμή, έδειξαν τη στοιχειώδη φρόνηση ώστε να μην αφεθούν στη σαγήνη της παραίτησης από τον αγώνα και βουτήξουν στο βάραθρο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως καταργούνται οι μεταξύ τους διαφορές.
Αυτές όχι μόνον μπορούν να υπάρχουν, αλλά είναι και χρήσιμο να υπάρχουν, εφόσον όλοι έχουν αποφασίσει να βρουν τον δρόμο που οδηγεί από το χείλος της αβύσσου σε ένα ασφαλές πεδίο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι, στις δύο ομάδες που συναποτελούν το πλήθος το οποίο σταμάτησε στο χείλος του βαράθρου, κάποιοι αρχίζουν τώρα να κοιτάζουν προς το κενό και να το ξανασκέφτονται, ενώ την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει ηγεσία, ώστε να τους οδηγήσει μακριά από τον κίνδυνο. Να πάρουμε πρώτα την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ.
Ο απερχόμενος ηγέτης μάλλον ενδιαφέρεται περισσότερο για ευκαιρίες διακοπών, παρά για τα όσα είπε στην ομιλία του της 12ης Φεβρουαρίου στη Βουλή. Μπορεί να μη φθάνει ώς την Κόστα Ρίκα, αλλά δεν λέει όχι για ένα γουίκεντ στη Σκιάθο με σκάφος. Χρονοτριβεί σκοπίμως στη διαδοχή, επειδή έτσι επιτρέπει στους Παπουτσήδες του νεαντερτάλειου ΠΑΣΟΚ να οργανώνουν καλύτερα την απειλή που ορθώνουν έναντι του Βενιζέλου.
Προφανώς, ελπίζει μέσω αυτών ο ίδιος να μεγιστοποιήσει τη διαπραγματευτική δυνατότητα για την προσωπική εξασφάλισή του έναντι μελλοντικών κινδύνων. (Σύντομη παρέκβαση περί Βενιζέλου: Μέχρι προσφάτως, ο νυν υπουργός Οικονομικών δεν είχε το παρελθόν που να εγγυάται ότι είναι η ιδεώδης επιλογή για την προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ στην πραγματικότητα.
Επειδή όμως είναι έξυπνος και έχει υποστεί τα πάνδεινα στις Βρυξέλλες, τούτη τη στιγμή είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται ότι, παρά τις απώλειες και τους κινδύνους, το ΠΑΣΟΚ θα επιζήσει, έστω μεταλλαγμένο, εφόσον συνεχίσει στον δύσβατο δρόμο για την παραμονή της χώρας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών.)
Το αποτέλεσμα του κατακερματισμού στο ΠΑΣΟΚ είναι, πάντως, ότι ο project manager του PSI (και πρωθυπουργός...) Λουκάς Παπαδήμος αυτή τη στιγμή δεν έχει με ποιον να συνεννοηθεί από πλευράς του κόμματος της πλειοψηφίας για το εκάστοτε κυβερνητικό πρόβλημα που προκύπτει πέραν του PSI:
Να μιλήσει με τον Γιώργο, τον Βαγγέλη, τον Χρηστάκη της δήθεν Προστασίας του Πολίτη ή με όλους μαζί; Ετσι, αναγκαστικά τα προσπερνά, διότι αν καθόταν να συνεννοείται με τον καθένα εξ αυτών για κάθε τι, δεν θα προλάβαινε να ασχοληθεί με τίποτε άλλο.
Το ηγετικό πρόβλημα της Ν.Δ. είναι διαφορετικής φύσεως. Εχει μεν αρχηγό, ο οποίος όμως διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί χωρίς τον σεβασμό των βουλευτών του. Τον κίνδυνο αυτό αντιπροσωπεύει η τάση εκ μέρους ορισμένων εκ των διαγραφέντων (των λιγότερο γνωστών, εκείνων που δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα επιβίωσης την επομένη μέρα) να διαπραγματεύονται, μέσω της αφόρητης κλάψας, τις προϋποθέσεις για την επιστροφή στο μαντρί.
Ο αποκλεισμός τους διά παντός ίσως δεν είναι η έξυπνη στάση. Τεράστια σημασία όμως έχει προς ποια πλευρά θα πέσει το βάρος του εξευτελισμού της επιστροφής:
Σε εκείνη του Σαμαρά ή στην άλλη των διαγραφέντων; Αν ο πρόεδρος της Ν.Δ. ενεργήσει σαν τον τσιφούτη που μετρά το κάθε ψηφαλάκι και όχι σαν ηγέτης που κάνει δύσκολες επιλογές επειδή τις πιστεύει, θα έχει τοποθετήσει τον εαυτό του ανάμεσα σε εκείνους τους οποίους έπεισε και τον ακολούθησαν και στους άλλους οι οποίοι τον έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Τόσο οι μεν όσο και οι δε θα γνωρίζουν πια ότι έχουν να κάνουν με αρχηγό που άγεται και φέρεται. Από την αρχή της παρούσας κρίσης είναι φανερό ότι το κενό ηγεσίας στην πολιτική σκηνή (η απουσία αληθινών πρωταγωνιστών, αν προτιμάτε) δυσχεραίνει την αντιμετώπιση του πολιτικού προβλήματος, που είναι η αιτία του οικονομικού.
Το μετέωρο βήμα υπέρ του «ναι» απλώς το αναδεικνύει εντονότερα...
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου