Με αφορμή το ακόλουθο άρθρο της Ροσάνα Ροσάντα, μια μεγάλη συζήτηση (ίσως όμως όχι τόσο μεγάλη όσο θα έπρεπε) έχει αναπτυχθεί στους κόλπους της ιταλικής αριστεράς.
Διατυπώνονται απόψεις που αντικρούουν τη θεωρία της Ροσάντα περί «ανθρωπολογικής επανάστασης», θεωρώντας ότι υπ’ αυτή την έννοια υπάρχει μια υποτιθέμενη «ανθρωπολογική υπεροχή της αριστεράς», μια νέα εκδοχή του καλού και του κακού.
Ένας μάλιστα αναγνώστης της εφημερίδας, σε επιστολή του ισχυρίζεται ότι πάντα η αριστερά είχε αυτή τη θέση και θυμίζει τον ............
................ Τολιάτι, που κάποτε, γκρινιάζοντας για την ήττα της αριστεράς, μίλησε για Ιταλούς της πίτσας και του μαντολίνου.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Ροσάντα μιλάει στραμμένη προς το παρελθόν, ενώ το να αναλύει κανείς τη σύγχρονη ιστορία μπορεί να είναι μια ενδιαφέρουσα ασχολία για να περνάει τον καιρό του, μα η πολιτική γίνεται για να σχεδιάσουμε το μέλλον.
Η συζήτηση αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και για τη δική μας αριστερά, μιας που υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με την ιταλική (ας ελπίσουμε όχι τόσο πολλά ώστε να έχουμε τη δική της κατάληξη) και ίσως τα λάθη της να μας διδάξουν…
Τ.Τ
Η διάγνωση της κατάστασης της πολιτικής στην Ιταλία είναι απλή: οι μισοί πολίτες απείχαν από τις εκλογές, και μάλιστα, στη δεύτερη ψηφοφορία (στις νομαρχιακές) και στο δημοψήφισμα απείχαν ακόμη περισσότερο. Η εικόνα είναι παρόμοια σε όλη την Ευρώπη. Οι σοσιαλιστές έχασαν παντού, η ευρωβουλή είναι ευρέως κεντροδεξιά. Η ριζοσπαστική αριστερά είναι πιο αδύναμη από όσο προβλέπαμε, η ιταλική εξαφανίστηκε από τη σκηνή. Στην Ιταλία απουσιάζει μια σοσιαλδημοκρατία, που έχει εξασθενήσει αλλού. Επομένως, ξεπροβάλλει ή δυναμώνει η ακροδεξιά. Το σήμα είναι αντίθετο απ’ αυτό που ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί στην Ευρώπη δεν έγινε καθόλου αντιληπτό.
Στην Ιταλία, ο Μπερλουσκόνι δεν υπερβαίνει, όπως έλπιζε, το 35% και είναι λιγότερο δυνατός από όσο ήταν πριν από ένα χρόνο. Η Λέγκα φθάνει στο 10, είναι αχώριστοι. Ο Φίνι παίζει ένα δικό του παιχνίδι. Αν αυτό οδηγήσει σε μια κυβερνητική κρίση, θα παραχθεί από την πλειοψηφία και εκείνη θα τη διαχειριστεί (και θα τη στηρίξει το Βατικανό, μέσω του Καζίνι). Η μειοψηφία είναι διχασμένη, ανάμεσα σε ένα Δημοκρατικό Κόμμα που μειώνεται, είναι χωρισμένο και βρίσκεται σε σύγχυση, και ανάμεσα σε μια κατακερματισμένη ριζοσπαστική αριστερά. Ούτε οι Πράσινοι δεν φαίνεται να είναι έξω από την κρίση, παρόλο που ο Ομπάμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλοί στην Ευρώπη βλέπουν την οικολογία ως μια απαραίτητη επένδυση και ως μια αξία- καταφύγιο. Η δικομματική επιλογή που ήταν κοινή για τον Μπερλουσκόνι και τον Βελτρόνι κατέρρευσε.
Αν συμφωνούμε πάνω σ’ αυτή την εικόνα σύνθεσης, μένει να δούμε αν συμμεριζόμαστε το γιατί αυτού του αποτελέσματος.
Οι αιτίες
Κατά τη γνώμη μου, όσον αφορά την Ιταλία, αυτό πρέπει να το αναζητήσουμε μακριά, στην περίοδο της γενιάς μου, που εξάλλου δεν είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορική στιγμή. Πράγματι, η σημερινή καταστροφή φαίνεται πολύ πιο μεγάλη επειδή η αριστερά της μεταπολεμικής περιόδου ήταν πιο δυνατή από αλλού. Δεν ήταν ποτέ πλειοψηφία, όπως παρατήρησε ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή εκπροσωπούνταν, σε μια χώρα που έμεινε έξω από τη χοάνη ιδεών της δεκαετίας του είκοσι και του τριάντα στην Ευρώπη, από κομμουνιστές και σοσιαλιστές και από ένα ισχυρό συνδικάτο, που συνέθλιψαν, μεταξύ αυτών και των Χριστιανικής Δημοκρατίας, μια σημαντική τρίτη δύναμη (τη Δικαιοσύνη και Ελευθερία).
Αυτή η μορφή που πήρε η αριστερά από την εποχή της Αντίστασης μέχρι το 1956 είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες της δύσης. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές, ελεύθεροι από τις αντιδικίες της δεκαετίας του τριάντα που καλύφθηκαν από τον φασισμό, είναι ακόμη ενωμένοι και οι κομμουνιστές φαίνονται σε όλους, εκτός από τη Χριστιανοδημοκρατία και το «αμερικάνικο κόμμα», αρκετά αποδεσμευμένοι από την ΕΣΣΔ (που εξάλλου κι εκείνη προσλαμβανόταν όχι ως ένας επικείμενος κίνδυνος). Έτσι, μετά το 1956 και το χωρισμό από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ι.Κ.Κ. θα ξεπεράσει βαθμιαία σε ποσότητα και ποιότητα ακρόασης το ήδη δυνατότερο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, κάνοντας δική του μια ευρεία ζώνη της κοινής γνώμης. Είναι δύσκολο να χωρίσουμε απ’ αυτό τη θεμελίωση του ρεπουμπλικανικού, συνταγματικού, αντιφασιστικού κοινού αισθήματος. Κι αυτό, επιπλέον, ήταν χρωματισμένο με μια χροιά ταξικής αντίληψης (που ήταν ζωηρότατη στην Αντίσταση και στη Δικαιοσύνη και Ελευθερία και μετά στον καθολικισμό του Ντοσέτι και στο ρεύμα της βάσης της Χριστιανικής Δημοκρατίας).
Οι δεκαετίες του ΄60 και του ΄70
Η εικόνα αλλάζει στις δεκαετίες εξήντα- εβδομήντα, σε αντιστοιχία με τον μεγάλο εκσυγχρονισμό της χώρας ως προς την κοινωνική, παραγωγική και πολιτιστική σύνθεσή της. Το Σοσιαλιστικό κόμμα άλλαξε μέτωπο, στο Ι.Κ.Κ. ανοίγει μια αντιπαράθεση, το συνδικάτο μεγαλώνει και αλλάζει τη βασική του δομή, μια περιοχή της ριζοσπαστικής αριστεράς αρχίζει να εμφανίζεται χωριστά από τους κομμουνιστές, που όμως αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα.
Το βραχυκύκλωμα οφείλεται στο κίνημα του 1968. Αντίθετα από την υπόλοιπη Ευρώπη, δημιουργείται -ενώ υπάρχει- ένα μεγάλο κομμουνιστικό κόμμα, στο οποίο το κίνημα δεν επιτίθεται κατά μέτωπο, αλλά το οδηγεί στο τέλος της ηγεμονίας του.
Το 1968 έχει στην Ιταλία συνέπειες που θα κρατήσουν μια δεκαετία. Άλλαξε πολλές παραμέτρους της κουλτούρας, παρήγε την έντονη πολιτικοποίηση των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων –διαφορετική από εκείνη του κομμουνιστικού κινήματος- οδήγησε σε έναν ευρεία δραστηριότητα συλλόγων βάσης και επαγγελματικών σωματείων που οι πολίτες τη βίωσαν σαν αντικουλτούρα και αντιεξουσία. Είναι ένας δεύτερος και ταραχώδης εκσυγχρονισμός της χώρας που τοποθετείται στα αριστερά του Ι.Κ.Κ. αλλά δεν περιορίζει τη δύναμή του σε επίπεδο μαζικής επιρροής, το αντίθετο. Οι κομμουνιστές θα φτάσουν στο ένα τρίτο των ψήφων, το συνδικάτο είναι ισχυρό, η διανόηση είναι όσο ποτέ πολιτικοποιημένη και διαδομένη. Το «κίνημα» κριτικάρει το Ι.Κ.Κ. και το συνδικάτο Cgil, αλλά αυξάνει τα μέλη του συνδικάτου (εκείνου που άλλαξε περισσότερο) και την ψήφο στο Ι.Κ.Κ.: οι εκλογές του 1975 δίνουν στην αριστερά όλες τις μεγάλες πόλεις.
Αυτή η τάση δεν φαίνεται να βλάπτεται από τον ιστορικό συμβιβασμό (1973), που δεν γίνεται πολύ αντιληπτός σε επίπεδο κοινής γνώμης. Είναι σαν να αποκαλύπτεται το πραγματικό νόημά του μόνο από την αποχή των κομμουνιστών το 1976 απέναντι στην κυβέρνηση Αντρεότι. Εκείνο το καλοκαίρι είναι που τσακίζεται κάθε ελπίδα των μειοψηφιών του κινήματος, το ίδιο το κίνημα διασπάται και ένα μικρό μέρος απ’ αυτό (δεν χρειάζονται πολλοί για να πυροβολούν) πάει προς τα όπλα (δολοφονία Κόκο στη Γένοβα).
Παρόλα αυτά οι ψηφοφόροι θα στηρίξουν όλο και περισσότερο το Ι.Κ.Κ. μέχρι το θάνατο του Μπερλινγκουέρ: ο οποίος πραγματοποιεί, τα τελευταία χρόνια και απομονωμένος από την υπόλοιπη ηγεσία, μια αριστερή στροφή. Αργοπορημένη. Σε παγκόσμιο επίπεδο το 1968 δεν διέφυγε από τις άρχουσες τάξεις, που επανοπλίζονται. Το Ι.Κ.Κ. δεν κατανόησε το νόημα της κατάργησης του gold standard, ούτε αυτό της ενεργειακής κρίσης του 1974 και ακόμη λιγότερο τις δομικές αλλαγές του κεφαλαίου και των τεχνολογιών που υλοποιούνται και την επανασύνθεση των στρατηγικών που συνεπάγονται (την Trilateral).
Ούτε κατάλαβε πραγματικά τα υποκείμενα που μάχονται ενάντιά του. Δεν αντιλαμβάνεται καν, εκτός από ένα σύντομο σκίρτημα που αφορά τις γυναίκες, την παθητική επανάσταση που πραγματοποιείται από την αρχή μεταξύ των γενεών, στις οικογενειακές σχέσεις και στις σχέσεις εξουσίας. Δεν καταλαβαίνει το βεληνεκές των ιδεών του αντικαταναλωτισμού του κινήματος.
Του είναι εντελώς ξένο το ιταλικό 1977, αντιδρά σε μεγάλο βαθμό στις αλλαγές της εργασίας αλλά με λάθος προβλέψεις, όπως δεν είχε καταλάβει νωρίτερα τη διαμόρφωση του εξτρεμισμού, των Ερυθρών Ταξιαρχιών και της Πρώτης Γραμμής, στις οποίες δεν βλέπει παρά τον κίνδυνο που συνιστούν για τη διαπίστευσή του ως κυβερνητική δύναμη. Ο Μπερλινγκουέρ εφαρμόζει σκληρά την πολιτική έκτακτης ανάγκης ακολουθώντας τον Μόρο, που είναι κι εκείνος αβέβαιος και απομονωμένος μέσα στη Χριστιανική Δημοκρατία.
Στη δεκαετία του ογδόντα πραγματοποιήθηκε το τεχνολογικό άλμα, ιδιαίτερα στην πληροφόρηση και στα επακόλουθά του που αφορούν την κίνηση των κεφαλαίων και τη χρηματιστικοποίηση, μα οι κομμουνιστές αντιλαμβάνονται μόνο υπό όρους αντισοβιετικής πολιτικής την παλινόρθωση της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, υποτιμώντας τη στασιμότητα της ΕΣΣΔ του Μπρέζνιεφ, δεν καταλαβαίνουν την προσπάθεια του Αντρόποφ, διστάζουν στο ζήτημα της Σολιντάρνος στην Πολωνία, όπως δίστασαν στο ζήτημα της Πράγας. Η θέση του Μπερλινγκουέρ για το «τέλος της προωθητικής δύναμης» του 1917 έρχεται όταν η αποσύνθεση του ΚΚΣΕ είναι πια προχωρημένη και όλες οι σχέσεις με τους ακόμη αριστερούς αντιφρονούντες των ανατολικών χωρών έχουν εκλείψει. Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την εποχή του Γκορμπατσόφ.
Με τον Κράξι και στη συνέχεια με το θάνατο του Μπερλινγκουέρ η κρίση του Ι.Κ.Κ. προχώρησε πάρα πολύ, αν και όχι υπό εκλογική έννοια. Αρχίζει τότε και η κρίση της Cgil. Το τέλος της πρώτης Δημοκρατίας είναι πάνω απ’ όλα το δικό τους τέλος.
Η δεκαετία του ΄80
Στη δεκαετία του ογδόντα το κίνημα του ‘68 τελειώνει οριστικά, χτυπημένο μαζί με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, με τις οποίες όμως δεν είχε καμία σχέση, γιατί ο ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός είναι ένα ζήτημα, το να περάσεις στα όπλα ένα άλλο. Διαμορφώνεται και δομείται, ξανά, μόνο το κομμάτι της δεύτερης φάσης του φεμινισμού.
Το 1989 η κρίση του Ι.Κ.Κ. απλά ολοκληρώνεται, η «στροφή» οδηγεί σε ένα άλλο κόμμα, από ιδεολογικής και οργανωτικής άποψης, και γίνεται χωρίς να εξεγερθεί η βάση. Η Επανίδρυση γεννιέται σαν μια επιστροφή στο χθες και θα παραδέρνει χωρίς γαλήνη αναζητώντας τον τρόπο με τον οποίο θα αποτελέσει το κλειδί για το αύριο. Το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς και η Κομμουνιστική Επανίδρυση δεν θα κάνουν ένα ιστορικό απολογισμό, ούτε του κομμουνισμού ούτε του ίδιου του ρόλου τους στην Ιταλία. Ολόκληρος ο χώρος που ανήκε στην αριστερά βυθίζεται στην απογοήτευση και στην αποδυνάμωση, ενώ καταποντίζονται οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές.
Απότομα κομματιάζεται αυτό που για είκοσι χρόνια φαινόταν ως κοινό αίσθημα, η άρνηση του «συστήματος». Η αριστερά περιορίζεται σε μικρές ομάδες, κάποιες αποδυναμώνονται περαιτέρω, δεν θα καταφέρουν ούτε θα θελήσουν πια να ενωθούν. Από τότε μια μόνιμη ασυνέχεια παράγει θραύσματα συνεπούς κινήματος που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Το σκίρτημα του τεράστιου κινήματος για την ειρήνη και στη συνέχεια του συνδικάτου στον ρωμαϊκό ιππόδρομο Τσίρκο Μάσιμο δεν θα δημιουργήσουν μια σταθερή ανάκαμψη, κι αυτό οφείλεται επίσης στην αίσθηση ανημποριάς που είναι η απόρροια του μηδενικού αποτελέσματος.
Αντιλήψεις του ’68 ανατρέπονται
Το ’89 το διαχειρίζεται ολόκληρο η ανάκαμψη του κεφαλαίου, στην προ-κεϊνσιανή μορφή του. Η ιδεολογία των Φουκουγιάμα και Χάτσινσον –αποτυχία για πάντα του σοσιαλισμού και αναπόφευκτη σύγκρουση πολιτισμών- πλήττει σε βάθος την ιστορική αριστερά, που την βασανίζουν οι αποτυχίες των σοσιαλιστικών ρεαλισμών, δεν τους αντιμετωπίζει και παραδίνεται. Οι σοσιαλδημοκρατίες αλλού και οι πρώην κομμουνιστές στην Ιταλία εφαρμόζουν με ζήλο και μετάνοια τις φιλελεύθερες πολιτικές.
Μα και η διαδεδομένη κουλτούρα της ριζοσπαστικής αριστεράς με δυσκολία επιπλέει. Πολλές αντιλήψεις του ’68 ανατρέπονται μέσα στη μνησικακία απέναντι σ’ αυτό που το εργατικό κίνημα, το πρώην τιμημένο, δεν κατανόησε: θυσίασε τον άνθρωπο για τη συλλογικότητα, το άτομο για το κόμμα, τη σύγκρουση των φύλων για τον «οικονομισμό», τη γη για την καταστροφική ανάπτυξη. Υποτίμησε το μέγεθος του ιερού, της εθνότητας, των κύκλων. Εξύμνησε τη λογική ενάντια στη συγκίνηση, τη δύση ενάντια στις διαφορετικότητες, το μέλλον σε σχέση με το παρόν. Το μεταμοντέρνο του έδωσε ένα χεράκι. Αυτή είναι η κύρια τάση. Παραμένουν, αλλά πολύ μειοψηφικά, κάποια κινήματα. Η στροφή προς την οικολογία είναι το πιο δυνατό κίνημα.
Η κατάντια της πολιτικής που στράφηκε προς τη διαφθορά και στη χαμέρπεια, η ανάδυση του Μπερλουσκόνι, δεν βρίσκουν εμπόδια. Ο πρώην κομμουνιστικός και σοσιαλιστικός χώρος δεν προσπαθεί καν να πετύχει μια αναδίπλωση προς τη σοσιαλδημοκρατία. Η αποπολιτικοποίηση ακολουθεί την απογοήτευση. Ζούμε το σήμερα γιατί η μνήμη του παρελθόντος είναι καταραμένη και δεν ξέρουμε τι θέλουμε από το μέλλον. Αβεβαιότητα, μνησικακία, φόβος. Προστατευτισμός αυτών που ακόμη απασχολούνται μπροστά σε μια κρίση που δεν κατανοούν. Ποτέ, για να παραφράσω τον Γκουιτσαρντίνι (ΣτΜ Ιταλός πολιτικός στοχαστής [1483-1540] που ισχυριζόταν ότι οι άνθρωποι είναι κακοί και κάνουν το καλό μόνο με εξαναγκασμό), οι Ιταλοί δεν ήταν τόσο δυστυχισμένοι και τόσο κακοί.
Τα αδιανόητα του ’68
Αν η λέξη «αριστερά» είχε κάποιο νόημα στον 19ο και στον 20ο αιώνα, αυτό ήταν ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, στο πλαίσιο της κληρονομιάς της γαλλικής επανάστασης. Η πρώτη με την ιδέα της δημοκρατίας, η δεύτερη από τον Μαρξ, η τρίτη (με διαφορετικό νόημα απ’ αυτό που είχε το 1789) ως αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Αυτές οι ιδέες θα διατρέξουν όλο τον 20ο αιώνα, ανάμεσα στις τραγωδίες.
Η αποποίησή τους δε σημαίνει ότι επήλθε ένας επαναπροσδιορισμός τους. Σημαίνει ότι η ελευθερία υποχωρεί απέναντι στον ατομικισμό και ότι η ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει κάπου στρέφεται προς μετα-ιστορικές κατηγορίες (θρησκείες, εθνικισμούς, εθνότητες και άλλες υποτιθέμενες προελεύσεις). Σημαίνει να αρνιέσαι την ισότητα των δικαιωμάτων (και όχι μόνο με την ερμηνεία που δίνει ένα τμήμα του γυναικείου κινήματος) και να κάνεις την κυριαρχία του ισχυρότερου την αρχή και τον κινητήρα της κοινωνίας. Σημαίνει να πνίγεις την αδελφοσύνη μέσα στο μίσος και στο φόβο του άλλου και του διαφορετικού. Ήταν αδιανόητοι ο Μπερλουσκόνι και ο Μπόσι στη δεκαετία του ’60.
Αυτή είναι σήμερα η μισή Ιταλία που μιλάει. Η ηγεμονία πέρασε στη δεξιά. Η εδραίωσή της σηματοδοτεί πρώτα μια ανθρωπολογική επανάσταση και έπειτα μια πολιτική. Ο εκφυλισμός της πολιτικής είναι το συναίτιο και η συνέπειά της. Τουλάχιστον αν πολιτική σημαίνει, όχι υπό την έννοια του Μαρξ αλλά της Άρεντ, «να νοιαζόμαστε για τον κόσμο».
Αυτή τη χοντροκομμένη προσπάθεια σκιαγράφησης του πλαισίου, θα ήθελα να τη συζητήσω.
Μετάφραση από το «Μανιφέστο»
Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή: Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ
Υ.Γ. Στη φωτο τα εμβλήματα των 8 κομμουνιστικών- αριστερών κομμάτων & οργανώσεων που προήλθαν από τη διάλυση-διάσπαση του θρυλικού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (P.C.I.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου