Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Ζούμε έναν καθημερινό εμφύλιο …

«Σχεδόν 18.000 καταγγελίες έχουν γίνει από πολίτες στις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών για φοροδιαφυγή», γράφτηκε στον Τύπο την περασμένη εβδομάδα. Πιο συγκεκριμένα: Συγγενείς κατήγγειλαν συγγενείς για απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων, γείτονες κατήγγειλαν γείτονες για παράνομο πλουτισμό, συνέταιροι συνεταίρους για πλαστά τιμολόγια, κ.ο.κ.

Οι εμφύλιοι που ξεσπούν καθημερινά στην ελληνική κοινωνία είναι πολλοί. Θα αντέξει; Περίπου ένα χρόνο από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση, ο απολογισμός της συνύπαρξης αναδεικνύει πρώτα στη λίστα την εμπάθεια, τον φόβο, τον θυμό, τη μνησικακία. Η πληροφορία που καταδικάζει ερήμην, που αποκαλύπτει μίζες, υπέρογκους μισθούς, διαπλεκόμενα συμφέροντα, χρηματισμούς, «αδιανόητα προνόμια» επαγγελματικών ομάδων, κυκλοφορεί με αξιοζήλευτη ταχύτητα, ανακυκλώνεται, ανατροφοδοτείται, διανθίζεται με λεπτομέρειες, πραγματικές ή επινοημένες είναι ..............
....................
σχεδόν αδύνατον να πει κανείς. Το εισαγγελικό τσουνάμι παρασύρει όχι μόνο ένοχους αλλά και αθώους. Η οργή για την «Ελλάδα της χρεοκοπίας» αναζητεί εναγωνίως στόχους, η καχυποψία εγκαταστάθηκε στο σπίτι, στην παρέα, στα ΜΜΕ, στον δημόσιο βίο.

Ακούω ιστορίες για υπαλλήλους που εμφανίζονται να έχουν εμπλακεί σε σκάνδαλα δημόσιων οργανισμών, που διασύρονται ως υπόλογοι σε κατασπατάληση χρήματος, να υποβάλλουν παραιτήσεις. Ακούω μαρτυρίες από κανονικά εργαζόμενους, που καταβάλλουν εντίμως τον όβολό τους στην εφορία, να πολτοποιούνται μέσα στον σωρό με τους φοροφυγάδες, τους πλαστογράφους, τις βολεμένες συντεχνίες· να εκπροσωπούνται από φαύλους συνδικαλιστές και να δυσφορούν, να αναρωτιούνται «γιατί εσείς οι δημοσιογράφοι δεν απευθύνεστε και στους επαγγελματίες ενός κλάδου αλλά μόνο στα σωματεία τους»;

Στις γενικευμένες κρίσεις, οι μονάδες είναι ανυπεράσπιστες. Ολοι εν δυνάμει ένοχοι, διαρκώς φοβισμένοι, υπό την απειλή μιας ακόμη «αποκάλυψης» αληθινής ή πλασματικής, λίγο απασχολεί. Μια κοινωνία κατακερματισμένη σε στρατόπεδα. Από εδώ εκείνοι «που έφαγαν», από εκεί εκείνοι που «δεν έφαγαν». Από εδώ οι κατηγορούμενοι, από εκεί οι δικαστές. Οπως σε κάθε αυθαίρετη κατάταξη τα σύνορα είναι ρευστά. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι μεν προσχωρούν στους δε και τούμπαλιν. Η κρίση και η προσπάθεια εξόδου από αυτήν έχει και θα έχει θύματα. Πολλά. Παρωχημένες μορφές σκέψης και καθημερινής λειτουργίας, όσες συνδέονται με άνομα κεκτημένα, οφείλουν να εκλείψουν. Αλλά μέσα στη φόρα για γενικό ξεκαθάρισμα η ελληνική κοινωνία εμφανίζει έλλειμμα αξιολόγησης. Η καθολική ενοχοποίηση καθιστά τους αδύναμους ανθρώπους μοχθηρούς αλλά και άκρως αποτελεσματικούς μηχανορράφους. Οι βιτριολικές επιθέσεις συρρικνώνουν το κράτος και καλλιεργούν μια κοινωνία αποδεσμευμένη από ουσιώδεις αρχές και αξίες. Εδαφος πρόσφορο για δεσποτισμούς, εθνικισμούς και εθνοσωτήριες παρεμβάσεις. Σε αυτήν την εποχή της παράδοξης συνύπαρξης αδράνειας και κινητικότητας, οι 18.000 καταγγελίες οφείλουν να προβληματίσουν τους αρμόδιους φορείς. Εάν οι πολίτες αρχίσουν να υποκαθιστούν θεσμικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, η δημοκρατία ακρωτηριάζεται. Επιβιώνει παρασιτικά μέσα σε ένα δήθεν πλουραλισμό. Αρκεί να ανακαλέσουμε τις «Ζωές των άλλων» και να φρεσκάρουμε το διόλου φανταστικό σενάριο της ταινίας: στο Ανατολικό Βερολίνο του 1984 οι κάτοικοι της πόλης επιτηρούνται από 100.000 υπαλλήλους και 200.000 κατασκόπους της Στάζι.

Ενα χρόνο μετά τη διαπίστωση του ελληνικού οικονομικού κατήφορου, η κοινωνική παραμόρφωση καταλαμβάνει τις εκτάσεις όπου το δίκαιο υποχωρεί. Περισσότερο και από τη φτώχεια κινδυνεύουμε από την απαξίωση των κανόνων συμβίωσης. Εάν υπάρχουμε χωρίς να συνυπάρχουμε αντλώντας ικανοποίηση από την εκδικητική μετριότητα (πόσο απέχει από τη νοσηρότητα;), τα αναχώματα θα ισοπεδωθούν και ο παραλογισμός θα είναι η νέα κατασκευασμένη πραγματικότητα. Στην τελευταία σκηνή του γλεντιού, στην ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», ο κεντρικός ήρωας, διαπιστώνει: «Με άδεια ταμεία δεν υπάρχει δημοκρατία». Αναφέρεται στη Γιουγκοσλαβία του 1952.

Δεν υπάρχουν σχόλια :